ΔΔ8: Κέντρα Πιστοποίησης Απολυτήριου Δημοτικού Σχολείου

4.1. Εισαγωγή
Μια προβλεπόμενη δυνατότητα που έχει σχεδιαστεί από το Κεντρικό Κράτος στα πλαίσια της αντιμετώπισης της υποεκπαίδευσης και του αναλφαβητισμού είναι τα Κέντρα Πιστοποίησης Απολυτήριου Δημοτικού Σχολείου. Φορέας υλοποίησης είναι το Υπουργείο Παιδείας που σε συνεργασία με τα Γραφεία Εκπαίδευσης κατά Νομό και Διεύθυνση, προκηρύσσουν γραπτές και προφορικές εξετάσεις με σκοπό την απόκτηση Τίτλου Δημοτικού Σχολείου (Απολυτήριο Δημοτικού) για όσους συμπλήρωσαν το όριο ηλικίας της υποχρεωτικής φοίτησης και δεν το κατέχουν.
Για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, καθιερώνεται ενιαία διαδικασία πραγματοποίησης των εξετάσεων, η οποία επιγραμματικά θα μπορούσε να περιγραφεί ως εξής: οι Διευθυντές των Σχολείων ενημερώνουν τους ενδιαφερόμενους για τη δυνατότητα απόκτησης Τίτλου Σπουδών Δημοτικού και τους παραπέμπουν για υποβολή αίτησης στη Διεύθυνση ή στο Γραφείο Εκπαίδευσης που υπάγεται το σχολείο, στη σχολική περιφέρεια του οποίου κατοικούν. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης ή του Γραφείου ΠΕ, μέχρι τέλος Αυγούστου κάθε έτους, υποχρεούται να ορίσει με πράξη του το σχολείο που θα πραγματοποιηθούν οι εξετάσεις. Όταν η Διεύθυνση και το Γραφείο Εκπαίδευσης συγκεντρώνουν τις υποβληθείσες αιτήσεις, στέλνεται στο Διευθυντή του σχολείου που έχει επιλεγεί, η κατάσταση με τα ονόματα των υποψηφίων. Μετά ο Διευθυντής του σχολείου συγκροτεί την τριμελή επιτροπή από δασκάλους του σχολείου και η οποία, στην πρώτη συνεδρίασή της ορίζει την ημέρα διεξαγωγής των εξετάσεων.
Όσον αφορά τη διαδικασία των εξετάσεων, οι υποψήφιοι (που στη σχετική διάταξη κακώς αναγράφονται ως «διαγωνιζόμενοι») υποχρεούνται να εξετασθούν την ίδια μέρα, πρώτα προφορικά και έπειτα γραπτά, στα γνωστικά αντικείμενα της Ελληνικής Γλώσσας (ανάγνωση και κατανόηση κειμένου), των μαθηματικών (πρακτική αριθμητική), της Ιστορίας και των Θρησκευτικών. Από τις εξετάσεις αυτές προκύπτει η βαθμολογία και ο γενικός βαθμός όσων επιτυγχάνουν (επιτυχόντες θεωρούνται όσοι συγκεντρώνουν γενικό μέσο όρο από 4,5 και πάνω). Στη συνέχεια ακολουθείται η διαδικασία της ενημέρωσης του Γραφείου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και της επικύρωσης της όλης διαδικασίας.
4.2. Κέντρο Πιστοποίησης Απολυτήριου Δημοτικού Σχολείου Περιστερίου
Προς υλοποίηση των παραπάνω διατάξεων άρχισε το 1995, η λειτουργία του Κέντρου Πιστοποίησης Απολυτηρίου Δημοτικού στο Δήμο Περιστερίου. Μέχρι τότε, η διαδικασία αυτή γινόταν από το Γραφείο Εκπαίδευσης του Δήμου Αιγάλεω, γεγονός που προκαλούσε αρκετά εμπόδια στην ομαλή λειτουργία του θεσμού. Έτσι, κρίθηκε σκόπιμη η μεταφορά στο Περιστέρι για να αποκεντρωθεί το σύστημα και να υπάρχει μια πιο συστηματική προσπάθεια προσέγγισης των υποεκπαιδευμένων πολιτών που δε διέθεταν Απολυτήριο Δημοτικού. Στα πλαίσια αυτά στάλθηκε από το 3ο Γραφείο Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δυτικής Αθήνας (ανήκουν τα Δημοτικά Σχολεία που βρίσκονται στο Δήμο Περιστερίου) η συμπληρωματική διάταξη με αριθμό Φ212/2311/6-9-1995 και η οποία κοινοποιήθηκε προς τους Σχολικούς Συμβούλους και τους Διευθυντές των Δημόσιων και των Ιδιωτικών Σχολείων, ενώ παράλληλα ζητήθηκε η ενυπόγραφη ενημέρωση όλων των εκπαιδευτικών. Στη διάταξη αυτή γινόταν γνωστή η ύπαρξη του θεσμού της Πιστοποίησης του Απολυτηρίου Δημοτικού και έμπαινε το καθήκον για τη στήριξη και εδραίωσή της στα εκπαιδευτικά πράγματα της πόλης.
Η προσέλευση όμως των πολιτών, δηλαδή εκείνων που δεν ήταν κάτοχοι Απολυτήριου Δημοτικού, δεν ήταν η αναμενόμενη. Όπως σημειώθηκε στο κεφάλαιο για την πληθυσμιακή συγκρότηση, στο Δήμο Περιστερίου υπάρχουν 9.813 άτομα που «γνωρίζουν να διαβάζουν και να γράφουν χωρίς να έχουν απολυτήριο Δημοτικού» και αποτελούν το 5,9% των ενηλίκων. Από αυτούς οι 3.740 είναι Άντρες (ποσοστό 38,1% της κατηγορίας) και οι 6.073 Γυναίκες (ποσοστό 61,89%) και η μεγαλύτερη συγκέντρωσή τους είναι στις μεσαίες και μεγάλες ηλικίες . Παράλληλα υπάρχουν και 3.304 άτομα που δηλώνουν «Αγράμματοι» (Α= 886 και Γ= 2.418) με κύριο χαρακτηριστικό τη σχεδόν αποκλειστική τους συγκέντρωση στις μεγάλες ηλικίες. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα γίνεται φανερό ότι ένα μεγάλο μέρος του τοπικού πληθυσμού αντιμετωπίζει το πρόβλημα της πιστοποίησης της ικανότητας ανάγνωσης, γραφής και της εκτέλεσης των τεσσάρων αριθμητικών πράξεων. Με βάση, όμως, τα στοιχεία που περιέχονται στο Βιβλίο Πιστοποιητικών Σπουδών Ενηλίκων (ΒΣΠΕ), και αποτυπώνονται στον παρακάτω πίνακα, από την πρώτη χρονιά λειτουργίας του θεσμού, σχολικό έτος 1996-97 και μέχρι το σχολικό έτος 2000-2001, έχουν δώσει εξετάσεις 32 άτομα κι έχουν αποκτήσει το Απολυτήριο οι 31.










ΠΙΝΑΚΑΣ 1: ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΠΙΤΥΧΟΝΤΩΝ ΓΙΑ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΤΙΤΛΟΥ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
ΑΑ ΦΥΛΟ ΕΤΟΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
ΣΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΕΤΟΣ
ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΥΠΗΚΟΟΤΗΤΑ
1. Α 2001 1958 ΕΛΛΗΝΙΚΗ.
2 Α 2001 1952 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
3 Γ 2001 1988 ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ
4 Γ 2001 1944 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
5 Γ 2001 1971 ΠΑΚΙΣΤΑΝΙΚΗ
6 Γ 2001 1962 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
7 Α 2000 1967 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
8 Γ 2000 1941 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
9 Γ 2000 1947 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
10 Γ 2000 1943 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
11 Α 2000 1961 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
12 Α 1999 1975 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
13 Α 1999 1956 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
14 Γ 1999 1959 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
15 Γ 1999 1947 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
16 Α 1999 1958 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
17 Γ 1999 1959 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
18 Α 1998 1959 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
19 Γ 1998 1965 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
20 Γ 1998 1968 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
21 Γ 1998 1951 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
22 Α 1997 1940 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
23 Α 1997 1979 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
24 Α 1997 1952 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
25 Γ 1997 1954 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
26 Α 1996 1938 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
27 Γ 1996 1960 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
28 Α 1996 1938 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
29 Γ 1996 1950 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
30 Α 1996 1944 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
31 Γ 1995 1962 ΕΛΛΗΝΙΚΗ
32 Γ 1995 1977 ΛΙΒΑΝΕΖΙΚΗ
Πηγή: 2ο Δημοτικό Σχολείο Περιστερίου, Αποδελτίωση και Επεξεργασία Αρχειακού Υλικού

Ως εκ τούτου, τα αριθμητικά δεδομένα που αποτυπώνονται στον πίνακα 1 (αποτελούν μόνο το 0,32% επί του συνόλου της κατηγορίας) και δεν επαρκούν για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων σχετικά με το προφίλ των προσερχόμενων στις εξετάσεις για τη χορήγηση Απολυτηρίου Δημοτικού. Αυτό μας αναγκάζει να περιοριστούμε αποκλειστικά στην εμπειρία που έχει αποκομίσει η Διευθύντρια του Κέντρου Πιστοποίησης μετά την πάροδο των έξι χρόνων λειτουργίας:
Όπως διαφαίνεται κι από τον Πίνακα 1, η συμμετοχή κατά φύλο είναι σχετικά ισορροπημένη. Οι Γυναίκες αποτελούν το 56% των συμμετασχόντων και οι Άντρες το υπόλοιπο 44%. Επίσης, οι συμμετέχοντες, σε ποσοστό 91% είναι Έλληνες πολίτες, ενώ το υπόλοιπο 8% είναι αλλοδαποί, μόνιμα εγκατεστημένοι στην Ελλάδα. Αν τώρα ομαδοποιούσαμε τα παραπάνω δεδομένα ανά δεκαετία θα μπορούσαμε να κάνουμε ορισμένες υποθέσεις σχετικά με τα χαρακτηριστικά των προσερχόμενων:
ΕΤΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ, ανά δεκαετία ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΝΤΡΕΣ ΣΥΝΟΛΟ
Πριν το ’49 5 4 9
’50-’59 5 6 11
’60-’69 5 2 7
’70 και άνω 2 2
ΣΥΝΟΛΟ 15 14 29
Πηγή: πίνακας 1, τροποποίηση.
Στη βάση αυτής της επεξεργασίας φαίνεται καθαρά ότι υπερκπροσωπείται η γενιά του ’50 και του ’60, αφού πριν το 1960 γεννήθηκαν οι 20 από τους 29 συμμετέχοντες (το 31% γεννήθηκε τη δεκαετία του ’30 και του ’40, το 38% τη δεκαετία του ’50, το 24% τη δεκαετία του ’60 και μόλις 7% μετά το 1970). Συνεπώς, οι λόγοι εγκατάλειψης του σχολείου πρέπει να αναζητηθούν στο μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης που ανάγκαζε πολλά από τα παιδιά που προέρχονταν από τα φτωχά λαϊκά στρώματα να σταματήσουν τις σπουδές για λόγους καθαρά βιοποριστικούς, αλλά και από την κυρίαρχη άποψη που δεν ενθάρρυνε τη γυναίκα να συνεχίσει το σχολείο και τις σπουδές. Το σχετικά αυξημένο ποσοστό των γυναικών, παρόλο που το δείγμα είναι πολύ μικρό, εξηγείται με βάση τα γεγονός ότι το εκπαιδευτικό σύστημα και κυρίως η κοινωνική δομή της εποχής που πήγαιναν στο σχολείο, δεν τους έδινε τις ίδιες ευκαιρίες με τους άνδρες για να ολοκληρώσουν το σχολείο της βασικής εκπαίδευσης. Σύμφωνα με την κ. Καρκούλια, Διευθύντρια του 2ου Δημοτικού Σχολείου «την εποχή εκείνη, είχε μια άλλη κοινωνική διάσταση η άποψη της οικογένειας και του ευρύτερου κοινωνικού περίγυρου για το αν είναι υποχρεωτικό να πάει η γυναίκα στο σχολείο». Δυο επιπρόσθετα συμπεράσματα:
Η μεγάλη πλειοψηφία των συμμετασχόντων, όπως αποδεικνύεται και από τα αποτελέσματα των εξετάσεων, γνώριζε με επάρκεια το μηχανισμό της ανάγνωσης, της γραφής και μπορούσε με ευχέρεια να κάνει τις τέσσερις βασικές αριθμητικές πράξεις (δεξιότητες που τους αποσπούν από τους οργανικά αναλφάβητους και τους τοποθετούν στους λειτουργικά αναλφάβητους). Όμως, μέχρι να δώσουν επιτυχώς τις εξετάσεις, συγκαταλέγονταν στις στατιστικές ως οργανικά αναλφάβητοι (δεν έχουν τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο):
«Τα άτομα αυτά, μέχρι τη στιγμή που αποκτήσανε το απολυτήριο συγκαταλέγονταν στους αναλφάβητους και μάλιστα στους οργανικά αναλφάβητους. Όμως κατά πόσο ήταν αναλφάβητοι; Οι περισσότεροι είχαν φοιτήσει μερικά χρόνια στο Δημοτικό, απλά έτυχαν οι συγκυρίες της εποχής τους, οι κοινωνικές, οι οικογενειακές και σταμάτησαν το σχολείο».
Όμως δεν αποτελούσε από μόνη της η γνώση του μηχανισμού της ανάγνωσης και της γραφής, στοιχείο που θα μπορούσε κάποιος να εντάξει τους προσερχόμενους στους αλφαβητισμένους. Η κοινωνική τους μόρφωση δεν φαίνεται να υπολείπεται σε σχέση με το μέσο επίπεδο. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν συγκροτημένο επαγγελματικό και κοινωνικό βίο, σαφή τοποθέτηση απέναντι στα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα και σε καμία περίπτωση δεν επαληθεύεται γι’ αυτούς, η βαθιά ριζωμένη άποψη, ότι οι «αγράμματοι» είναι κάτι σαν τους «πνευματικά καθυστερημένους»:
«Ήταν άνθρωποι με άποψη, με προσωπικότητα και πολύ σωστά τοποθετημένοι μέσα στην κοινωνία και στα εργασιακά, στα πάντα. Προκειμένου να τους φέρουμε σε ωραίο ψυχολογικό κλίμα, εφευρίσκαμε διάφορες αφορμές και τους ρωτάγαμε για διάφορα πράγματα. Ένας ναυτικός για παράδειγμα τον ρωτούσαμε για τις γνώσεις του. Είχε πλούσιες εμπειρίες από τη ζωή του, το εργασιακό περιβάλλον του, για το πώς είναι η ξενιτιά. κλπ. Ήταν άνθρωπος τοποθετημένος, παρότι αυτός θεωρούνταν αναλφάβητος».
«Ήταν σαφώς πολιτικοποιημένα άτομα. Όχι κομματικοποιημένα. Είχαν άποψη για όλα όσα προέκυπταν από τη σύντομη συζήτησή μας. Ήταν άνθρωποι πιστοί στις εδώ αξίες, αυτές που εγώ αναγνωρίζω ως δασκάλα τόσα χρόνια αλλά και σαν άτομο. Και για την πατρίδα και για την οικογένεια και για τη θρησκεία τους, όχι σε υπερβολή. Τοποθετημένοι πάρα πολύ σωστά. Εμείς βέβαια δεν προχωρούσαμε και σε περισσότερα».
«Η συντριπτική πλειοψηφία θα σας έδινε την εντύπωση ανθρώπων πως κινούνται μέσα σε άλλους με τον ίδιο τρόπο που οι υπόλοιποι έχουν πτυχία ή είναι γραμματισμένοι. Και σε όποιο πεδίο κι αν βρισκόταν, συζητήσεων κτλ. δε θα ξεχώριζαν και δε θα γίνονταν γνωστή η αδυναμία τους αυτή σε μια ομήγυρη, είτε ήταν αυτή σε ένα τοπικό συμβούλιο, είτε σε ένα σύλλογο γονέων ή ίσως περισσότερο σε ομιλία ενός ψυχολόγου. Θα άκουγαν, άσχετα από το αν τοποθετούνταν με μια ερώτηση που να την εκφράσουν με έναν όχι τόσο επιστημονικό τρόπο, αλλά με έναν απλοϊκό τρόπο. Θα καταλαβαίνατε ίσως ότι είναι αναλφάβητοι μόνο αν βλέπατε τα γραπτά τους».
Το μόνο ίσως γεγονός που μετέβαλε την ψυχολογική τους διάθεση ήταν οι ίδιες οι εξετάσεις και η μεταφορά τους σε παραστάσεις που ξυπνούσαν μνήμες ενός βαθιά αποτρεπτικού παρελθόντος, όπως της σχολικής αίθουσας, του αυταρχικού δασκάλου, του απαιτητικού και πιεστικού προγράμματος μαθημάτων, των συνεχών εξετάσεων:
«Είχαν πάρα πολύ στρες από την ώρα που θα έκαναν την αίτηση στο Γραφείο Εκπαίδευσης και όπου εκεί τους ενημέρωναν ότι πρέπει να έρθουν σε επαφή με τη διευθύντρια του 2ου Δημοτικού για να τους ανακοινώσει την ύλη που έπρεπε να εξετασθούν. Και μόνο ακούγοντας, ότι θα έμπαιναν στη διαδικασία των εξετάσεων, είχαν πάρα πολύ στρες. Ξυπνούσαν οι αναμνήσεις τις παιδικής ηλικίας και απότομα μεταποιούνταν σε μαθητές. Αποκτούσαν την ψυχολογία του μαθητή και τη ψυχολογία του διαγωνισμού. Η εξέταση ήταν κάτι άγνωστο για αυτούς. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν παραμείνει στην ψυχολογία του μαθητή, γιατί πιθανόν πολλοί από αυτούς είχαν σταματήσει το διάβασμα, για λόγους ψυχολογικούς ή από την πίεση του εκπαιδευτικού συστήματος ή από την πίεση της οικογένειας».
Γι’ αυτούς τους λόγους, τα θέματα που μπαίνουν στις εξετάσεις από τη μεριά της τριμελούς επιτροπής, δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικά. Η τριμελής επιτροπή παίρνοντας υπόψη τις δεδομένες δυσκολίες από τη μακρά παραμονή εκτός μαθησιακής διαδικασίας των εξεταζομένων και το μεγάλο άγχος που αισθάνονταν, φροντίζει τα θέματα και οι ερωτήσεις που τίθονται να τους βοηθούν να ξεδιπλώσουν τις γνώσεις που κατέχουν και με αυτό τον τρόπο να διαπιστωθεί και να βαθμολογηθεί η ικανότητα απόδοσης, με ευχέρεια και κατανοητικότητα, τόσο με τον προφορικού όσο και με το γραπτό λόγου.
«Οι στόχοι είναι οι ίδιοι όπως και στην κανονική φοίτηση των παιδιών. Να διαπιστώσουμε μια αναγνωστική ικανότητα, μια άνεση στο λόγο, να διαπιστώσουμε έναν συνειρμό στη γλώσσα. Να μας πει κάτι, πώς το κατάλαβε, το συνειρμό της σκέψης. Γιατί μπορεί κάποιος να διαβάζει και να μην μπορεί να αποδώσει και να έχει μια επικοινωνία με το διπλανό του. Κι αυτό μας δείχνει τη συγκρότηση την πνευματική του ενήλικα. Στα μαθηματικά οι στόχοι είναι η γνώση των τεσσάρων βασικών πράξεων».
Το γνωστικό υπόβαθρο των εξεταζόμενων δίνει περιθώρια να τεθεί ένα επιπλέον συνθετότερο επίπεδο δυσκολίας των θεμάτων (ιδίως των μαθηματικών προβλημάτων) αλλά, σύμφωνα με την επιτροπή, δε μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία, η οποία θα φαινόταν σαν τιμωρία:
«Όταν βλέπουμε ειδικά τον ενήλικα να παρακαλάει και να λέει: «Θα προφτάσουμε; Θα μου δώσει ξανά άδεια ο εργοδότης μου να έρθω στις εξετάσεις;». Γιατί πολλοί έρχονταν κατευθείαν από την εργασία τους εδώ. Έπρεπε να βλέπατε και την πίεση που είχε το ίδιο το άτομο από την εργασία του, το περιβάλλον του, τις υποχρεώσεις του».
Οι λόγοι για τους οποίους οι ενήλικοι αυτοί προσήλθαν στις εξετάσεις για την πιστοποίηση των γνώσεών τους σε επίπεδο Δημοτικού Σχολείου ήταν βασικά επαγγελματικοί:
«Ελάχιστοι ήταν αυτοί που το ζητούσαν σαν τυπικό χαρτί, αλλά κι αυτοί υπονοούσαν ότι έπρεπε να το πάρουν. Ενώ οι περισσότεροι το έβλεπαν σα λύτρωση, γιατί έβλεπαν ότι χωρίς αυτό κάποια στιγμή θα τους έδιωχναν από τη δουλειά τους. Θυμούμαι τον πρώτο καιρό που ήταν σε κάποιο ξενοδοχείο υπάλληλοι και πρέπει να υπάρχει ένας νόμος που τους υποχρεώνει να έχουν το απολυτήριο του Δημοτικού. Αυτοί οι άνθρωποι αν δεν πάρουν το απολυτήριο του Δημοτικού θα τους διώξουν από τη δουλειά. Κανένας δεν ήρθε εδώ, ίσως μόνο ένας-δυο, απλά για τυπικούς λόγους. Ότι θα το πάρει και θα το κορνιζάρει. Οι περισσότεροι ήρθαν για το βιοποριστικό τους πρόβλημα, να το κατοχυρώσουνε».
Η επιτυχής ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, αποτελούσε για τους ενήλικες μια πρωτόγνωρη εμπειρία:
«Τους έδινε μια πρωτόγνωρη ικανοποίηση. Θα έλεγα ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ένιωθαν μια λύτρωση. Είναι για αυτούς μια ουσιαστική κοινωνική αναγνώριση».
«Νιώθω πραγματικά πάρα πολύ ευτυχής όταν δίνω Απολυτήριο και σου λένε «καλές δουλειές, να προχωρήσετε». Να βλέπατε με πόση συγκίνηση με κοιτάνε. Και δεν σας κρύβω ότι πάρα πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους σκύψανε να μου φιλήσουνε το χέρι. Δεν το έκαναν επειδή πίστεψαν ότι το πήραν με χάρη το απολυτήριο, αλλά επειδή τους είχε μείνει από παλιά αυτός ο σεβασμός που μας είχε μπει μέσα μας, προς τους δασκάλους. Είδα επίσης και την ψυχολογική αναταραχή που υπέστησαν εκείνη την ώρα. Έβγαλαν τον εαυτό τους, τη μαθητική ηλικία που δεν έζησαν και με έβλεπαν ως το δάσκαλο που δεν είχαν τότε και έπρεπε να δείξουν τον εαυτό τους».


4.3. Ελλιπής ενημέρωση του υποεκπαιδευμένου πληθυσμού
Στην κοινωνία του Περιστερίου, η ύπαρξη και η λειτουργία του Κέντρου Πιστοποίησης Απολυτηρίου Δημοτικού δεν είναι γνωστή, τόσο ανάμεσα στον εκπαιδευτικό κόσμο όσο και στους άλλους Φορείς και τις Υπηρεσίες της πόλης. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις συνεντεύξεις που τίθονται στο παράρτημα. Μόνο ο Προϊστάμενος Γραφείου, ως όφειλε, δηλώνει την ύπαρξη του Κέντρου Πιστοποίησης και η ίδια η Διευθύντρια του 2ου Δ. Σ. και υπεύθυνη λειτουργίας του:
«Το μάθανε βεβαίως μέσα από τις σχολικές μονάδες, από τους Διευθυντές οι οποίοι συγκράτησαν αυτήν την δυνατότητα. Γιατί υπάρχουν και πολλοί διευθυντές που δε συγκράτησαν αυτήν την πληροφορία, ότι δηλαδή έχει δημιουργηθεί το τμήμα αυτό των ενηλίκων για την απόκτηση Τίτλου Σπουδών. Πιστεύω όμως ότι η συνεργασία με τους διευθυντές των σχολείων δεν είναι 100% αυτή που θα έπρεπε. Γενικά, αλλά και από υπηρεσιακής πλευράς δεν είναι».
Φαίνεται ότι η ενημέρωση των ενδιαφερομένων γίνεται με αποτελεσματικότερο τρόπο μόνο μέσα στο εργασιακό ή κοινωνικό περιβάλλον που κινούνται και από άτομα τα οποία δεν είναι επιφορτισμένα με αυτό το καθήκον:
«Αρχίζουν να μαθαίνουν για τη δυνατότητα απόκτησης απολυτηρίου δημοτικού από εκεί που ξεκινούν. Από εκεί που ζητάνε το Απολυτήριο Δημοτικού για να τους το καταθέσουν, δηλαδή από τη δουλειά τους. Συνήθως κι επειδή στους ίδιους χώρους που εργάζονται υπάρχουν κι άλλοι αναλφάβητοι, υπάρχουν άνθρωποι μέσα στον περίγυρο της δουλειάς τους ή και διευθυντικά στελέχη, που τους κατεύθυναν να απευθυνθούν στο σχολείο της γειτονιάς τους που τελείωσαν ή στο Γραφείο της Διεύθυνσης. Και από εκεί πήραν την πληροφορία και ήρθαν».
Όσον αφορά την προσέλευση των αλλοδαπών, αυτή επετεύχθη για διαφορετικούς λόγους, όπως την ανετότερη ένταξη στον ελληνικό κοινωνικό ιστό και την εργασιακή τους κατοχύρωση:
«Η κοπέλα από το Πακιστάν έμαθε πάρα πολύ καλά τη γλώσσα, τόσο στον προφορικό, όσο και στον γραπτό λόγο για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες. Να έχει επικοινωνία με τον κοινωνικό περίγυρο, στο να βρει μια δουλειά κτλ. Και αφού έφτασε σε αυτό το σημείο ωριμότητας της ελληνικής γλώσσας, σκόνταψε στο πώς θα το πιστοποιήσει. Από τότε πήρε βιβλία και διάβαζε για πάρα πολλά χρόνια από ό,τι μου είπε. Και μάλιστα, μετά την επιτυχία της, ζήτησε και άλλες «γραμματικές» για να μάθει περισσότερα. Και με βλέπει και στο δρόμο και με χαιρετάει. Νιώθει ευγνωμοσύνη. Η κυρία από τον Λίβανο νομίζω ότι παντρεύτηκε με Έλληνα».
Γενικότερα, τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους Αλλοδαπούς μπορούμε να πούμε ότι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο προσέρχονται στο Κέντρο Πιστοποίησης είναι η επαγγελματική τους κατοχύρωση και την δυνατότητα αυτή την πληροφορήθηκαν από τον εργασιακό τους χώρο και όχι από τους Φορείς της τοπικής κοινωνίας. Μέχρι τη φάση της διενέργειας των εξετάσεων, δεν τέθηκε το ζήτημα της απόκτησης Απολυτηρίου Δημοτικού, πόσο μάλλον, στην απόκτηση περαιτέρω μόρφωσης και στην ανύψωση της πνευματική τους καλλιέργειας:
«Αλλά ήτανε όλοι τους πάρα πολύ ωραίοι άνθρωποι. Και επαναλαμβάνω διατηρούσαν μέσα τους τη ψυχολογία του μαθητή. Στο σημείο αυτό έχει σημασία νομίζω να σημειώσω ότι έχει αξία να ψάξουμε λίγο περισσότερο την ψυχολογία τους. Γιατί για παράδειγμα σταμάτησαν το σχολείο; Να τους ξαναενισχύσουμε τη διάθεσή τους για μάθηση. Αντί να πάνε στο καφενείο ή να κάτσουν μπροστά στις τηλεοράσεις, να πούνε: «Εγώ θα πάω στο σχολείο να ακούσω αυτό το θέμα». Κι αυτό πιστέψτε με θα είναι κάτι πάρα πολύ σπουδαίο».

4.4. Πώς θεμελιώνεται το θέμα του Κοινωνικού Αποκλεισμού
Το δικαίωμα στο βασικό αλφαβητισμό δεν επιτυγχάνεται μόνο με την ύπαρξη του Κέντρου Πιστοποίησης από τη στιγμή που εκεί γίνεται μόνο πιστοποίηση και όχι διδασκαλία των αναλφάβητων. Το ζήτημα του αποκλεισμού των υποεκπαιδευμένων πολιτών σχετίζεται κυρίως, με την έλλειψη ενημέρωσης των τοπικών αρχών σχετικά με την ύπαρξη του Κέντρου Πιστοποίησης. Αυτό έχει σαν άμεσο αποτέλεσμα όχι μόνο να μην ενημερώνεται ένα τμήμα του πληθυσμού για το συγκεκριμένο θεσμό, αλλά να μην τίθεται ως στόχος η περαιτέρω διεύρυνσή του, με απώτερο στόχο την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού στο δήμο. Πιο συγκεκριμένα:
α)Οι ενήλικες που συμμετείχαν στις εξετάσεις για πιστοποίηση των γνώσεών τους με σκοπό την απόκτηση του Απολυτηρίου Δημοτικού, δεν είχαν καμιά ευκαιρία μετά τη διακοπή των βασικών σπουδών τους στο Δημοτικό για βελτίωση και ανανέωση των εκπαιδευτικών τους προσόντων. Ανεξάρτητα από τους λόγους της διακοπής του βασικού σχολείου, δεν είχαν τη δυνατότητα να εκπαιδευτούν πάνω στη συστηματική χρήση του μηχανισμού της ανάγνωσης, της γραφής και της εκτέλεσης των τεσσάρων βασικών αριθμητικών πράξεων. Οι ίδιες οι απαιτήσεις όμως της ζωής, τους έδινε ερεθίσματα μιας σχετικά μικρής χρησιμοποίησης του γραπτού δικτύου επικοινωνίας στις καθημερινές μικροσυναλλαγές, την ανάγνωση ενός περιοδικού ή εφημερίδας, το διάβασμα των υπότιτλων μιας τηλεοπτικής εκπομπής. Αυτές όμως οι δυνατότητες δεν αξιοποιούνται σαν βάση για την περαιτέρω εκπαίδευσή τους, μιας και δεν υπάρχει στο επίπεδο αυτό, ο χώρος και τα μέσα με τα οποία θα μπορέσουν να διευρύνουν το εκπαιδευτικό τους επίπεδο.
β) Παρ’ όλες τις σχετικές εντολές της Υπηρεσίας Εκπαίδευσης, το Κέντρο Πιστοποίησης δεν είναι γνωστό στους καθ’ ύλην αρμόδιους: η Δημοτική Επιτροπή Παιδείας, οι Σχολικοί Σύμβουλοι, οι Διευθυντές των Σχολικών Μονάδων, οι Σύλλογοι Διδασκόντων, το Σωματείο των Εκπαιδευτικών, η Ένωση Γονέων και οι επιμέρους Σύλλογοι Γονέων, τα Εργατικά Σωματεία, η τοπική κοινωνία στο σύνολό της, δε φαίνεται να γνωρίζουν την ύπαρξη του θεσμού και πολύ περισσότερο δεν παίρνουν καμία πρωτοβουλία για την ενημέρωση του κοινού και ειδικότερα των πολιτών αυτών που δεν έχουν Απολυτήριο Δημοτικού, στα πλαίσια της εκστρατείας καταπολέμησης του αναλφαβητισμού. Χαρακτηριστική είναι η ειλικρινής απάντηση της Αντιδημάρχου και υπεύθυνης Παιδείας του Δήμου Περιστερίου Ν. Ευσταθιάδου:
«Να σου πω κάτι που εκθέτει εμένα και θα τρελάνει εσένα; Ότι τώρα το ακούω αυτό από εσένα; Υπάρχει τέτοιο Κέντρο Πιστοποίησης; Και αναρωτιέμαι, επειδή δεν ήρθε κανένας αντιδήμαρχος από πριν να μου παραδώσει. Δε βρήκα ούτε αρχεία. Τα αρχεία για να καταλάβεις ήταν κάτι υποτυπώδη και τα ξεκινήσαμε τώρα. Λοιπόν, τώρα μαθαίνω για αυτό και θεωρώ ότι τουλάχιστον θα έπρεπε να με ενημερώσει για αυτά ο προϊστάμενος της πρωτοβάθμιας που ανήκει η υπηρεσία αυτή. Και να πω ότι δεν έχω κάνει μαζί με τους προϊσταμένους ραντεβού και δε κουβεντιάσαμε για τα προβλήματα εκπαίδευσης; Έπρεπε να μου πει ο προϊστάμενος: «Εμείς έχουμε αυτές τις δυνατότητες στο Περιστέρι». Και να μου κάνει εκείνος την πρόταση κι ας μου ρίξει εμένα το μπαλάκι».
Το πρόβλημα της μη ενημέρωσης των αρμόδιων φορέων φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι είναι ζήτημα καθαρά διαδικαστικό. Η πραγματικότητα όμως δείχνει ότι συνειδητά ή ασυνείδητα σπρώχνεται στο περιθώριο της εκπαιδευτικής διαδικασίας: Από τον εκπαιδευτικό κόσμο διότι θα επιβαρύνει την εκπαιδευτική πράξη με ένα πρόσθετο καθήκον. Από την Τοπική Αυτοδιοίκηση διότι δεν έχει μια πρότερη ασχολία για την αντιμετώπιση εκπαιδευτικών θεμάτων που άπτονται της εκπαίδευσης ενηλίκων και εξαντλείται σε ζητήματα αντιμετώπισης των λειτουργικών προβλημάτων των σχολείων. Από τους φορείς των Εργαζομένων διότι το πρόβλημα της Παιδείας κατανοείται μόνο ως θέμα, για τους υπό εκπαίδευση μαθητές. Από την κοινωνία στο σύνολό της διότι δε θεωρεί ότι έχει σημασία για την επίτευξη της κοινωνικής συνοχής να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της υποεκπαίδευσης στις κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού που το αντιμετωπίζουν.
γ) Ο τρόπος λειτουργίας του Κέντρου Πιστοποίησης Απολυτηρίου Δημοτικού μπορεί να αποτελέσει το παράδειγμα για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων σχετικά με την οργάνωση ενός σχεδίου καταπολέμησης του αναλφαβητισμού στην τοπική κοινωνία. Ουσιαστικά στηρίζεται στη φιλοτιμία και την εθελοντική προσφορά των δασκάλων του 2ου Δημοτικού Σχολείου και ειδικά της Διευθύντριας του. Για κάθε όμως τέτοια προσφορά, η οποία δεν αναγνωρίζεται, ούτε πρέπει να αναγνωρίζεται κατ’ ελάχιστο από τον κοινωνικό περίγυρο αλλά να αποτελεί υποχρέωση του κάθε εγγράμματου πολίτη, θα πρέπει να εκτεθούν τα βαθύτερα κίνητρα τα οποία ωθούν έναν άνθρωπο να εμπλακεί στα παραπάνω:
«Μπορώ να πω, ότι η διάθεσή μου για να αναλάβω αυτό που μου πρότεινε ο Προϊστάμενος, έγινε με μεγάλη χαρά. Επειδή ειλικρινά αισθάνομαι πολύ ωραία που κουβεντιάζω μαζί σας για αυτό το θέμα, μπορώ να σας εκμυστηρευτώ και από πού αντλείται η διάθεση αυτή. Δεν σας το κρύβω, ότι είμαστε 7 αδέρφια που έχουμε σπουδάσει και τα 7. Είχαμε μια μάνα βράχο, αλλά αναλφάβητη. Επειδή όμως η μάνα μας έμενε συχνά μόνη της, θέλαμε να της στείλουμε χρήματα. Βλέπαμε ότι δεν μπορούσε να υπογράψει την επιταγή όταν την έφερνε ο ταχυδρόμος. Αυτή η δυσκολία, ειδικά για μένα που είχα σπουδάσει δασκάλα, έπρεπε να λυθεί. Γιατί πρέπει να σας πω ότι ένιωθα μια συντριβή μέσα μου για αυτό το πράγμα. Ίσως κι αυτό να εξηγεί το γεγονός ότι πήρα πολύ σοβαρά τη δουλειά μου, της δασκάλας, και ήθελα με πάθος να μάθω τα παιδιά του κόσμου γράμματα. Και είμαι περήφανη για αυτά που έχω προσφέρει. Και ήταν αυτή η πορεία, η ψυχολογική εξάρτηση που είχα με την περίπτωση της μητέρας μου. Και να σας πω τι έκανα όταν συνειδητοποίησα τον αναλφαβητισμό της μάνας μου, ένα όμορφο. Δεν επιχείρησα να της μάθω γράμματα. Είχε τόσες πολλές ασχολίες. Αλλά μόλις πέθανε ο πατέρας μου, το 1984 και την πήραμε πλέον μαζί μας, καταλάβαμε ότι χρειάζονταν το τηλέφωνο, ιδίως για περίπτωση ανάγκης. Μέχρι τότε πήγαινε στα γειτονόπουλα γιατί δεν ήξερε τους αριθμούς. Επήρα ένα χαρτάκι κι έβαλα τους αριθμούς στο καντράν του τηλεφώνου. Δίπλα έβαλα τις φωτογραφίες των παιδιών και παραδίπλα και με αντίστοιχα χρώματα αντιστοίχιζα τα κατάλληλα νούμερα με χρώματα. Κι επειδή καταλάβαινα ότι ήταν ψυχοφθόρο να της μάθω γράμματα, επέμενα. Τελικά έμαθε μόνο το τηλέφωνο της θείας μου. Κι αισθανόμουν ωραία μέσα μου. Θέλω να πω με όλα αυτά, ότι όλες αυτές τις εμπειρίες τα μετέφραζα σε χαρά και ενέργεια για αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά μπορώ να πω και κάτι ακόμη; Έχω γνωρίσει αρκετούς συναδέλφους που έχουν αναλφάβητους γονείς. Αλλά ξέρετε τι έχω καταλάβει τόσα χρόνια. Ότι όλοι αυτοί είχαν κάτι πολύ μεγάλο. Είχαν περηφάνια, είχαν κοινωνική μόρφωση και δε νομίζω ότι πρόσφεραν στα παιδιά τους μόνο οι γονείς που είχαν πτυχία, που ήταν γραμματιζούμενοι, αλλά και άνθρωποι σαν τη μητέρα μου πρόσφεραν. Και μάλιστα νομίζω ότι ίσως πρόσφεραν και περισσότερα».
δ)Μέσα στα πλαίσια αυτά δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί από τους άμεσα ενδιαφερόμενους το αίτημα για την ουσιαστική λειτουργία του θεσμού. Τα άτομα αυτά έχουν αυτοενοχοποιηθεί σε σημαντικό βαθμό για την κατάσταση της υποεκπαίδευσής τους, έχουν μια αρνητική φόρτιση απέναντι σε κάθε μορφή εκπαίδευσης και ουσιαστικά αυτοαποκλείονται από τη διεκδίκηση προγραμμάτων, εκπαιδευτών και πόρων για τον ουσιαστικό αλφαβητισμό τους. Δεν στοιχειοθετείται, όμως, και ως αίτημα για την περίπτωση αλφαβητισμού αυτής της κατηγορίας, από κανένα Φορέα που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα. Οι Σχολικοί Σύμβουλοι, οι Προϊστάμενοι Εκπαίδευσης και οι Διευθυντές των σχολικών μονάδων εκδηλώνουν μια πρωτοφανή νωχελικότητα στη στήριξη του παραπάνω θεσμού, παρόλο που είναι υποχρεωμένοι να τον γνωρίζουν και να τον στηρίξουν. Η ίδια κατάσταση άγνοιας παρατηρείται και από τα στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που φαίνεται ότι ασχολείται αποκλειστικά με τα λειτουργικά προβλήματα των σχολείων και όχι με ποιοτικές δράσεις όπως αυτές που σχετίζονται με την αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού.
ε) Για τη στήριξη και τη διεύρυνση του θεσμού αυτού προτείνονται:
-Σχέδιο δράσης για την ενημέρωση του υποεκπαιδευμένου πληθυσμού της πόλης με τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων Φορέων.
-Λειτουργία ειδικών Νυκτερινών Σχολείων εκμάθησης του μηχανισμού της γραπτής επικοινωνίας για Έλληνες και Αλλοδαπούς.
-Θεσμοθέτηση όλων των απαιτούμενων προϋποθέσεων για την ανεμπόδιστη προσέλευση στις προφορικές και γραπτές εξετάσεις, (πχ. εξασφάλιση πενθήμερης άδειας με πλήρης αποδοχές πριν τη διενέργεια των εξετάσεων).
-Καθιέρωση σε τοπικό επίπεδο Ειδικού Παρατηρητηρίου για το βασικό αλφαβητισμό του αναλφάβητου πληθυσμού που θα στελεχώνεται από εκπροσώπους κάθε Φορέα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αποχαιρετιστήρια ομιλία στους μαθητές της ΣΤ΄ τάξης

Οργανικός και Λειτουργικός Αναλφαβητισμός: Εννοιολογικοί προσδιορισμοί

Ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ για παιδιά στα σχολικά εγχειρίδια. Ερμηνευτική και διδακτική προσέγγιση στο ποίημα της ΣΤ΄ τάξης "Οι Χτίστες". Nazim Hikmet's poems for children in school textbooks. Interpretative and didactic approach in the sixth grade poem by "Builders"