Οργανικός και Λειτουργικός Αναλφαβητισμός: Εννοιολογικοί προσδιορισμοί

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ- ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ Οργανικός και λειτουργικός αναλφαβητισμός Με τον όρο «αναλφαβητισμός» (illiteracy) συνήθως αποδίδουμε σε ένα άτομο την αδυναμία του να χρησιμοποιήσει το γραπτό δίκτυο επικοινωνίας με τρόπο δημιουργικό και λειτουργικό. Αντίθετα, ο όρος «αλφαβητισμός» ή «εγγραμματοσύνη» (literacy), εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να χρησιμοποιεί με ευχέρεια το γραπτό δίκτυο επικοινωνίας, για την προαγωγή των ατομικών του δικαιωμάτων και γενικότερα τη συμβολή του με τρόπο δημιουργικό στην κοινωνική πρόοδο. Εκτός όμως αυτής της στενής έννοιας του όρου, με τον αναλφαβητισμό αποδίδεται και η ευρεία έννοια του «αμόρφωτου» προερχόμενη από τη γαλλική λέξη «illettré». Η υιοθέτηση όμως από τους Γάλλους και γενικά από τους ευρωπαϊκούς λαούς πιο «ευγενικών» όρων για την αγραμματοσύνη (του «illettré» και του «illettrisme» αντί του «analphabétisme» και του «analphabéte» ), έγινε στα μέσα της δεκαετίας του ’60, για να αποφύγουν τις κριτικές για το εκπαιδευτικό τους σύστημα και να αντιδιαστείλουν τον αναλφαβητισμό τους από αυτόν των υποανάπτυκτων. Γενικά, όμως, αποδίδουμε με τον όρο «αναλφαβητισμός», την αδυναμία ενός ανθρώπου να ενταχθεί ισότιμα στο γραπτό δίκτυο επικοινωνίας, που τόσο σημαντικό ρόλο παίζει στην καθημερινή ζωή. Συνήθως οι άνθρωποι όταν θέλουν να καταδείξουν την ανικανότητα ενός ατόμου να διαβάσει και να γράψει, χρησιμοποιούν τη λέξη «αγράμματος» (λατ. illiteratus), η οποία είναι εκτός των άλλων και ταυτόσημη στη μεταφορική της έννοια με τον «απαίδευτο», τον «αστοιχείωτο» και τον «άξεστο». Υπό αυτή την έννοια μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο «αναλφάβητος» αποτελεί έννοια και όρο που συναντάται περισσότερο στην επιστημονική βιβλιογραφία, ελληνική και ξένη, και λιγότερο στην καθημερινή λαϊκή γλώσσα που χρησιμοποιείται το «αγράμματος». Η μελέτη όμως του φαινομένου είναι παράγωγο της λέξης «αναλφάβητος» και έτσι ομιλούμε για τον «αναλφαβητισμό», που δηλώνει την αρνητική κατάσταση ενός ατόμου, ως προς τις ικανότητες της γραφής και της ανάγνωσης και της εκτέλεσης των τεσσάρων βασικών αριθμητικών πράξεων και τον «αλφαβητισμό», τη θετική του κατάσταση. Ο χαρακτηρισμός κάποιου ατόμου ως αναλφάβητου ή αλφαβητισμένου γίνεται με ορισμένα κριτήρια. Τα κριτήρια αυτά δεν είναι σταθερά και όμοια για όλες τις χώρες και για όλες τις εποχές, αλλά διαμορφώνονται ανάλογα με την εξέλιξη και τις ανάγκες της κοινωνίας. Οι διεθνείς οργανισμοί επεξεργάστηκαν το περιεχόμενο και τον προσδιορισμό των όρων «αναλφαβητισμός» και «αλφαβητισμός», στενά συνδεδεμένους με την κάθε ιστορική φάση της ανθρωπότητας και την έκταση του φαινομένου σε κάθε μία από αυτές. Συγκεκριμένα, το 19ο αιώνα θεωρούνταν στην Ευρώπη αναλφάβητο, το άτομο που δεν μπορούσε να βάλει την υπογραφή του, ως επαρκή προϋπόθεση για τη σύναψη και επιβεβαίωση πράξεων και σχέσεων, όπως για παράδειγμα, η πράξη του γάμου. Την ίδια εποχή άλλες χώρες έθεταν ως κριτήριο τα χρόνια φοίτησης, άλλες θεωρούσαν αναλφάβητο το άτομο που δεν γνώριζε το αλφάβητο και άλλες πιο προηγμένες χώρες, αυτόν που δεν μπορούσε να αφομοιώσει τις γραπτές οδηγίες κάποιας τεχνικής. Όμως, η ενδελεχής μελέτη του φαινομένου του αναλφαβητισμού απασχόλησε τους διεθνούς οργανισμούς και τις επιμέρους έρευνες σε εθνικό επίπεδο, μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όταν επικράτησε το πνεύμα της διεθνούς συνεργασίας και της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, ως αντικειμενική ανάγκη για να αντιμετωπιστούν τα τραυματικά αποτελέσματα του πολέμου. Η ενασχόληση αυτή ήρθε ως φυσιολογική συνέπεια της ανύψωσης του ρόλου της εκπαίδευσης και της σημασίας της γνώσης για την υλική ανασυγκρότηση των κατεστραμμένων από τον πόλεμο κρατών. Το 1948, η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών διακήρυττε, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα που «κάθε άτομο έχει στη δωρεάν και υποχρεωτική εκπαίδευση». H UNESCO, στο 28ο Διεθνές Συνέδριο που οργάνωσε τον Ιούλιο του 1965 στη Γενεύη και σε συνεργασία με το Διεθνές Γραφείο Αγωγής, συζήτησε όλες τις πλευρές του θέματος και διαβίβασε στα Υπουργεία Παιδείας των χωρών-μελών, υπό μορφή θερμής σύστασης, την ανάγκη για την καταγραφή του προβλήματος του αναλφαβητισμού στις πραγματικές του διαστάσεις και την ανάγκη εφαρμογής ουσιαστικών μέτρων για την καταπολέμησή του. Αλλά και στην Ελλάδα τα προβλήματα ορισμού του αναλφαβητισμού και του αναλφάβητου ήταν πάνω κάτω τα ίδια όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Συνδέθηκαν μάλιστα με το επίπεδο πολιτισμού της χώρας: «Ο ορισμός των αναλφαβήτων χώρας τινός, συγκρινόμενος προς τον όλον πληθυσμόν δεν δίδει επαρκές μέτρον πολιτισμού των εν τούτοις, επειδή αι στοιχειώδεις γνώσεις της αναγνώσεως και γραφής είναι το κυριώτερον όργανο προς απόκτησιν παντός μορφωτικού στοιχείου, ο αριθμός ούτος εν συνδυασμώ και μετ’ άλλων παραγόντων αποτελεί σημαντικόν κριτήριον. Ένεκα τούτου ακριβώς όλαι αι πεπολιτισμέναι χώραι μεταχειρίζονται από πολλού, ιδίως δε από των μέσων περίπου του παρελθόντος αιώνος, διάφορα μέσα από εξακρίβωσιν του αριθμού των εν αυταίς αναλφαβήτων, επί τη βάσει δε του αριθμού τούτου λαμβάνουσι και κατάλληλα μέτρα προς μείωσιν ή εκμηδένησιν αυτού. Μέσου δίδου γενικήν εικόνα περί των αναλφαβήτων χώρας τινός είναι η περιοδικώς γινομένη γενική αναφορά των κατοίκων της εις την οποία σημειούται και ο βαθμός της μορφώσεως όλων εκτόν των εχόντων ηλικίαν κατωτέραν των 6 και ενιαχού των 10 ετών». Ο παραπάνω ορισμός, παρόλο που χρησιμοποιήθηκε τη δεκαετία του ’30, θα επικρατήσει και για δεκαετίες ολόκληρες η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΣΥΕ) όριζε ως «αναλφάβητο» ή «αγράμματο» το άτομο που δε γνωρίζει ανάγνωση και γραφή. Στο απογραφικό δελτίο υπήρχε η ερώτηση: «Γνωρίζετε ανάγνωση και γραφή;». Ανάλογα με την απάντηση που θα έδινε το απογραφόμενο άτομο καθοριζόταν συνολικά το ποσοστό του αναλφαβητισμού. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ποσοστό του αναλφαβητισμού που προκύπτει μετά τις απογραφές, δεν ανταποκρίνεται πάντα στην πραγματικότητα και αυτό για δυο λόγους: Πρώτον γιατί μερικά άτομα για να μη φανούν «αγράμματα», δεν δηλώνουν την αλήθεια σχετικά με την κατάσταση του αναλφαβητισμού τους και δεύτερον γιατί δεν προσδιορίζεται επακριβώς, «πόση» ανάγνωση και γραφή πρέπει να γνωρίζει ένα άτομο και κατ’ αυτόν τον τρόπο να συγκαταλέγεται ή όχι στους αναλφάβητους. Συνεπώς, καθένας από τους ερωτώμενους κρίνει υποκειμενικά τη δυνατότητα ανάγνωσης και γραφής που έχει και δηλώνει ανάλογα «ναι» ή «όχι». Όμως, και με την πάροδο του χρόνου, η έννοια του αναλφαβητισμού, τροποποιείται καθώς κρίθηκε ότι δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της νέας εποχής. Το 1978, η Γ.Σ. της UNESCO συμπλήρωσε τον ορισμό του 1958, υιοθετώντας μια νέα προσέγγιση στην προσπάθεια καλύτερης εννοιολογικής περιγραφής του αναλφαβητισμού, εισάγοντας την έννοια του ατόμου που είναι λειτουργικά αναλφάβητο: «Λειτουργικά αναλφάβητο είναι κάθε άτομο που είναι ανίκανο να ασκήσει όλες τις δραστηριότητες για τις οποίες είναι απαραίτητος ο αλφαβητισμός, ώστε να λειτουργεί καλύτερα η ομάδα του και η κοινότητά του και να μπορεί επίσης, ο ίδιος, να διαβάζει, να γράφει και να μετράει, για την προσωπική του ανάπτυξη και για την ανάπτυξη της κοινότητάς του». Για το ίδιο θέμα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τοποθετήθηκε ως εξής: «Λειτουργικά αναλφάβητο είναι το άτομο που δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ικανοποιητικά ανάγνωση, γραφή και αριθμητική για να ενταχθεί ως άτομο στην κοινωνία, απολαμβάνοντας πλήρως τα δικαιώματά του». Από τους παραπάνω ορισμούς διακρίνουμε και έναν άλλο τύπο αναλφάβητου. Είναι το άτομο εκείνο το οποίο δεν γνωρίζει ανάγνωση, γραφή και αριθμητική σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να ασκήσει όλες τις δραστηριότητες και τα δικαιώματά του, τα οποία είναι απαραίτητα για να λειτουργεί σωστά η ομάδα του και η κοινότητά του μέσα στην οποία ζει. Από τότε καθιερώνεται ο λειτουργικός αναλφαβητισμός που είναι ένας καινούριος όρος κι ο οποίος δηλώνει μια κατάσταση διαφορετική απ’ αυτήν που ονομάζουμε αναλφαβητισμό γενικά. Αντίστοιχος στο μέτρο που χρησιμοποιείται, είναι ο γερμανικός όρος «Functionales Analphabetentum» από τον οποίο μάλλον πέρασε στα ελληνικά. Ο ιταλικός όρος είναι «funzionale analfabetismo» και ο γαλλικός όρος «illiteration fonctionelle». Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω ορισμούς μπορούμε να χωρίσουμε τους αναλφάβητους σε δυο κατηγορίες: Στους οργανικά και στους λειτουργικά αναλφάβητους: Οργανικά ή ολικά αναλφάβητοι (totally illiterates): Οργανικά αναλφάβητα θεωρούνται τα άτομα, τα οποία δεν γνωρίζουν καθόλου ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Είναι αυτά που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν το γραπτό λόγο ως μέσο επικοινωνίας, αδυνατώντας έτσι να διαβάσουν πινακίδες δρόμων, επιγραφές καταστημάτων κλπ. Είναι σε τελευταία ανάλυση, τα άτομα που «ζωγραφίζουν» την υπογραφή τους ή δεν γνωρίζουν καθόλου να βάζουν την υπογραφή τους για να εξυπηρετηθούν στις διάφορες συναλλαγές στα καταστήματα, τράπεζες, ταχυδρομεία και στην άσκηση γενικά των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Απλά θέτουν τα δακτυλικά τους αποτυπώματα ή βάζουν ένα σταυρό και υπογράφουν δύο άλλοι, ως μάρτυρες της πράξης αυτής. Λειτουργικά αναλφάβητοι ή ημιαναλφάβητοι (functional illiterates): Ενώ οργανικά αναλφάβητα είναι τα άτομα που δε διδάχτηκαν ποτέ ανάγνωση και γραφή, λειτουργικά αναλφάβητα είναι τα άτομα εκείνα που διδάχθηκαν γραφή και ανάγνωση σε κάποια φάση της ζωής τους και για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά στη συνέχεια δεν τα καλλιέργησαν, ούτε χρησιμοποίησαν τις γνώσεις που απέκτησαν με αποτέλεσμα να τα «ξεχάσουν». Ο αναλφαβητισμός αυτής της μορφής ονομάζεται υπότροπος ή επανερχόμενος αναλφαβητισμός ή ημιαναλφαβητισμός. Όπως γίνεται φανερό, ενώ παρατηρείται μια γενική συμφωνία για τον προσδιορισμό του οργανικού αναλφαβητισμού, τα προβλήματα προκύπτουν όταν επιχειρούμε να προσδιορίσουμε την έννοια του λειτουργικού αναλφαβητισμού, στην οποία δεν παρατηρείται μια καθολική συμφωνία. Αυτό διαφαίνεται και στο πώς χρησιμοποιείται ή ερμηνεύεται ο όρος αυτός. Για παράδειγμα, ο Θ. Μυλωνάς εντάσσει στους ημιαναλφάβητους τους άντρες και τις γυναίκες που φοίτησαν στο Δημοτικό Σχολείο (χωρίς να αναφέρεται πόσες τάξεις) αλλά το εγκατέλειψαν νωρίς. Ο Γ. Μπαμπινιώτης ομαδοποιεί τις μορφές εμφάνισης του αναλφαβητισμού σε δυο ευδιάκριτες κατηγορίες: Πρώτον, με βάση τη σχέση των ανθρώπων με το γραπτό δίκτυο επικοινωνίας την οποία διακρίνει στις εξής περιπτώσεις: α) τον οργανικό αναλφαβητισμό τον οποίο διαχωρίζει στον ολικό αναλφαβητισμό (πλήρης άγνοια γραφής και ανάγνωσης) και στον μερικό αναλφαβητισμό ή ημιαναλφαβητισμό (αδυναμία ανάγνωσης και κατανόησης απλού κειμένου, αν κάποιος έχει διδαχθεί για μερικά χρόνια γραφή και ανάγνωση) και β) στον λειτουργικό αναλφαβητισμό (η αδυναμία κάποιου να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις του στην καθημερινή ζωή, ο οποίος ενώ έχει διδαχθεί και τυπικά γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, αδυνατεί να χρησιμοποιήσει το γραπτό δίκτυο επικοινωνίας). Όσον αφορά τα χρόνια εκπαίδευσης, ταυτίζει το λειτουργικό αναλφαβητισμό ως την κατάσταση αυτού, που δεν έχει ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση (εννέα χρόνια). Δεύτερον, στη μεταφορική έννοια που έχει ο όρος αναλφαβητισμός και εκφράζει τη γενική έλλειψη απαραίτητων γνώσεων και πληροφοριών που στερούν από το άτομο τη δυνατότητα ένταξης και ενεργού συμμετοχής στην κοινωνία. Το πρόβλημα αυτό, της συμφωνίας δηλαδή, του ποιος θεωρείται λειτουργικά αναλφάβητος, ποια είναι τα χαρακτηριστικά του κλπ., πολλές φορές προσπερνάται, όταν προσδιορίζεται η ακριβώς αντίθετη περίπτωση, δηλαδή η κατάσταση του λειτουργικά αλφαβητισμένου. Για παράδειγμα, και σύμφωνα με έναν άλλον ορισμό της, UNESCO δίνεται η εξής ερμηνεία: «Λειτουργικά αλφαβητισμένο είναι το άτομο που έχει αποκτήσει τις γνώσεις και τις ικανότητες σε γραφή και ανάγνωση, οι οποίες του επιτρέπουν να συμμετέχει επιτυχώς σε όλες τις δραστηριότητες για τις οποίες ο αλφαβητισμός είναι φυσική προϋπόθεση, μέσα στην κουλτούρα και στην ομάδα στην οποία το άτομο ανήκει». Η δυσκολία προσδιορισμού τού ποιος θεωρείται λειτουργικά αναλφάβητος, ώθησε τη διεθνή έρευνα να προσδιορίσει την περιγραφή και οριοθέτηση του αντικειμένου με βάση τη μετατόπιση του πεδίου ορισμού από τα ατομικά χαρακτηριστικά του αναλφάβητου, στις κοινωνικές δεξιότητες που αποκτά και κατέχει ή όχι, με τα εργαλεία του αλφαβητισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προσπάθεια της UNESCO αλλά και άλλων διεθνών οργανισμών, είναι να τοποθετήσουν το θέμα του αναλφαβητισμού, ως μέρος της σχέσης του ατόμου στην ομάδα και στην κοινότητα. Θεωρείται, δηλαδή, ότι ειδοποιός διαφορά του λειτουργικά αλφαβητισμένου ατόμου από το λειτουργικά αναλφάβητο, είναι η δυνατότητα να αντιμετωπίζει καταστάσεις, για τις οποίες απαιτείται η γνώση της γραφής, της ανάγνωσης και της αριθμητικής. Δηλαδή η λειτουργικότητα ενός ατόμου μέσα στην ομάδα, βασικά εξαρτάται τόσο από την ικανότητα χρησιμοποίησης του γραπτού δικτύου επικοινωνίας, όσο και από το επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων που αποκτά κατά τη διάρκεια της σχολικής φοίτησης και της καθημερινής αλληλεπίδρασης στην κοινωνία. Πόσο μάλλον, που με την τεχνολογική εξέλιξη και τη διάδοση των ΜΜΕ, το επίπεδο των γνώσεων πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε το άτομο να μπορεί να στέκεται κριτικά απέναντι στα κάθε είδους μηνύματα που διοχετεύονται στο κοινό. Έτσι, με τον λειτουργικό αλφαβητισμό ταυτίστηκε η ικανότητα ενός ατόμου, όχι μόνο να ξέρει να διαβάζει και να γράφει και να παραμένει ένας απλός αναγνώστης, αλλά να είναι κριτικός αναγνώστης που θα μπορεί, πίσω από την εικόνα και το γλαφυρό λόγο, να κατανοεί τη σημασία των μηνυμάτων και να αποκωδικοποιεί την πραγματικότητα. Άλλωστε, η «αποκωδίκωση», κατά τον P. Freire, είναι «μια διαλεκτική στιγμή στον χρόνο, όπου η συνείδηση, συγκεντρωμένη πάνω στην πρόκληση που παρουσιάζει η κωδικοποιημένη κατάσταση, που μέσα της βρίσκεται, ανασυντάσσει τις δυνάμεις του στοχασμού της και κατανοεί καλύτερα την κατάστασή της». Με βάση όμως αυτές τις σημειώσεις επανέρχεται το ερώτημα: Το επίπεδο γνώσεων, που πρέπει να έχει το άτομο για να θεωρηθεί λειτουργικά αλφαβητισμένο, σε πόσα σχολικά έτη φοίτησης αποκτιέται; Με το ερώτημα αυτό μπαίνει και μια άλλη διάσταση του λειτουργικού αναλφαβητισμού, η ποσοτική διάσταση, η οποία αναφέρεται στη χρονικά μετρήσιμη διάρκεια της σχολικής φοίτησης, η οποία δίνει τη δυνατότητα στο άτομο να θεωρείται λειτουργικά αλφαβητισμένο. Στην Ελλάδα δε συνδέεται άμεσα η σχολική φοίτηση με το λειτουργικό αναλφαβητισμό. Έμμεσα όμως, μέχρι το 1976, που ήταν εξαετής η υποχρεωτική εκπαίδευση, σύμφωνα με το Νόμο, αναγνωριζόταν ως το όριο του λειτουργικού αναλφαβητισμού. Γι’ αυτό και στα ειδικά απογραφικά δελτία της ΕΣΥΕ υπάρχει η ένδειξη «Δεν τελείωσαν τη στοιχειώδη εκπαίδευση». Σήμερα και με βάση την ΕΣΥΕ, ο λειτουργικός αναλφαβητισμός, αναγνωρίζεται, αν κάποιος δεν έχει ολοκληρώσει την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση. Στο ερώτημα αυτό τέθηκαν και δυο επιπρόσθετες διαστάσεις: Αρχικά με τα έτη φοίτησης στο σχολείο που δεν μπορούν να θεωρούνται πάντα το ιδανικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό κάποιου ως λειτουργικά αναλφάβητου. Αντίθετα, τα κριτήρια του λειτουργικού αναλφαβητισμού πρέπει να καλύπτουν τόσο την ποιοτική διάσταση, δηλαδή το ελάχιστο των απαραίτητων γνώσεων για την αντιμετώπιση των καταστάσεων της κοινωνικής πραγματικότητας για τις οποίες απαιτείται ο αλφαβητισμός, όσο και την ποσοτική διάσταση, δηλαδή το χρόνο της σχολικής φοίτησης η οποία εξασφαλίζει την επάρκεια των γνώσεων. «Το να γνωρίζει κάποιος να διαβάζει και να γράφει δεν ταυτίζεται με την απόκτηση μιας και περισσότερων δεξιοτήτων. Πρόκειται για μια ικανότητα η οποία περιλαμβάνει δυο διαστάσεις. Ο πιο ακριβής ορισμός είναι η εφαρμογή ενός συνόλου δεξιοτήτων (α' διάσταση) σε ένα σύνολο τομέων γενικών γνώσεων (β' διάσταση) οι οποίοι είναι αποτέλεσμα των πολιτισμικών απαιτήσεων που επιβάλλονται στα μέλη ενός πολιτισμού». Από την άλλη πλευρά και ειδικά για την Ελλάδα, το πρόβλημα προσδιορισμού του λειτουργικού αναλφαβητισμού σχετίζεται και με τη διάρθρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης μέσα από τα επικαθήμενα τμήματά της (Δημοτικό- Γυμνάσιο) και το πρόβλημα της ποιότητας και της απόδοσής της. Το πέρασμα από την πρώτη στη δεύτερη βαθμίδα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (Δημοτικό- Γυμνάσιο) θεωρείται άμεσα συνδεδεμένο με το φαινόμενο της σχολικής διαρροής και ως μία από τις αιτίες του αναλφαβητισμού που εμφανίζεται ιδιαίτερα αυξημένη κύρια σε περιοχές όπου ζουν φτωχά εργατικά στρώματα καθώς και σε αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές. Η χρονική αυτή στιγμή, δηλαδή, η μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο αποτελεί κομβικό σημείο τόσο για τον προσδιορισμό της έκτασης του αναλφαβητισμού, όσο και για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την αποτροπή του και στη βιβλιογραφία ολοένα και περισσότερο αναδεικνύεται η σπουδαιότητα αυτής της ηλικίας και η ανάγκη να παρθούν άμεσα εκπαιδευτικά και κοινωνικά μέτρα. Αναφορικά με το πρόβλημα της ποιότητας και των μετρήσιμων μεγεθών της παρεχόμενης εκπαίδευσης και σε σχέση με τον προσδιορισμό του λειτουργικού αναλφαβητισμού σημειώνονται οι χαμηλές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών. Οι χαμηλές επιδόσεις οφείλονται σε διάφορα χαρακτηριστικά της ελληνικής εκπαίδευσης ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται η ενθάρρυνση της απομνημόνευσης και της «παπαγαλίας», το περιεχόμενο και η δομή των αναλυτικών προγραμμάτων, η ελλιπής κατάρτιση και εκπαίδευση των εκπαιδευτικών καθώς και οι ποικίλες άλλες ανεπάρκειες και δυσλειτουργίες (έλλειψη προσωπικού, κτίρια σε κακή κατάσταση, ανεπαρκείς βιβλιοθήκες και εργαστήρια, λίγοι υπολογιστές). Για το φαινόμενο των χαμηλών επιδόσεων ο ΟΟΣΑ, αποδίδει τις αιτίες στο αρνητικό κλίμα που επικρατεί στα ελληνικά σχολεία (μη προσανατολισμός της εκπαίδευσης στην αγορά εργασίας, ακατάλληλα συστήματα εκπαίδευσης και αξιολόγησης των εκπαιδευτικών) καταστάσεις που δεν επιτρέπουν καινοτόμες αλλαγές. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι Έλληνες μαθητές που βρίσκονται στην έξοδο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης δεν διακρίνονται ιδιαίτερα για την ικανότητα αφομοίωσης εννοιών και οι μαθησιακές ικανότητές τους περιορίζονται στην απλή ανάγνωση, την αποστήθιση συγκεκριμένων γνωστικών αντικειμένων, χωρίς την ικανότητα γενίκευσης και συσχετισμού των γνώσεων με την πραγματική ζωή. Μια άλλη προσέγγιση στην ερμηνεία του λειτουργικού αναλφαβητισμού σχετίζεται με την υποχώρηση της γλώσσας και την ανικανότητα κατάκτησής της εκ μέρους των νέων στα πλαίσια του σχολείου και κυρίως στις ανώτερες και ανώτατες σχολές, γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί (σε επίπεδο κοινωνίας πια) στο φαινόμενο του λειτουργικού αναλφαβητισμού, που εκδηλώνεται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό του και σε, τυπικώς τουλάχιστον, εγγράμματα άτομα. Ως χαρακτηριστικό δείγμα του λειτουργικού αναλφαβητισμού είναι το κείμενο που ακολουθεί: «Η αστική τάξη εδώ δεν έχει τα μέσα παραγωγής αλλά μεσολαβεί στην διακήνιση των πρώτον ηλών από την χόρα τους στις βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες. Αυτό έχει και τις εξείς συνέποιες. α)τον έλενχο της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης της υπανάπτιχθης χώρας β) την καθηστέρηση της βιομιχανικής ανάπτιξης γ) και την διμιουργία αστικής τάξης όχι από τα μέσα παραγωγής αλλά η διμιουργία στης αστικής τάξης». Διαφαίνεται δηλαδή, ότι το διδαγμένο κείμενο που προσπάθησε να αναπτύξει γραπτά ο φοιτητής, και όπως φαίνεται έχει διαβάσει πολλές φορές, αναφέρεται στα κοινά, λίγο-πολύ, χαρακτηριστικά της αστικής κεφαλαιοκρατικής τάξης των αναπτυσσόμενων χωρών, αλλά και των χωρών της λεγομένης καπιταλιστικής περιφέρειας. Με το κείμενο, όμως, γίνεται φανερή η αδυναμία του να χρησιμοποιήσει ορθά το γραπτό δίκτυο επικοινωνίας, έπειτα από τουλάχιστον δωδεκαετή σχολική εκπαίδευση, πόσο μάλλον που αναπτύσσει πολυσύνθετα νοήματα. Οι παραπάνω διαπιστώσεις ήρθαν να δώσουν νέο περιεχόμενο στο θέμα του ορισμού του αλφαβητισμού. Η ανάγνωση μαζί με τη γραφή περιέχεται τώρα στον ευρύτερο όρο εγγραμματοσύνη (literacy) και ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια της απλής κατοχής του μηχανισμού της ανάγνωσης και της γραφής. Ο όρος εγγραμματοσύνη επιχειρεί να συνδεθεί εξαρχής με τη συνολικότερη εκπαίδευση που πρέπει να παίρνει ένα άτομο και μέσα από αυτήν τη σύνδεση, μας υπενθυμίζει τις κοινωνικές διαστάσεις της ανάγνωσης και της γραφής. Στην Ελλάδα, η σύγχρονη ανάγνωση του αναλφαβητισμού και ειδικά του λειτουργικού αναλφαβητισμού δίνεται από τον επίσημο φορέα καταπολέμησης του αναλφαβητισμού τη Γενική Γραμματεία Επιμόρφωσης Ενηλίκων: «Στην εποχή μας η ψηφιακή τεχνολογία γίνεται το κυρίαρχο μέσο συναλλαγής και επικοινωνίας. Το μονοπολιτισμικό και μονογλωσσικό περιβάλλον μετατρέπεται σε πολυπολιτισμικό πολυγλωσσικό. Ο πολίτης προσδιορίζεται από τον βαθμό συμμετοχής του στην τοπική, εθνική και παγκόσμια κοινωνία. Οι εργαζόμενοι χρειάζεται να ανταποκριθούν με επάρκεια σε ποικιλία ρόλων με την ανάπτυξη πολλαπλών δεξιοτήτων. Τα εκπαιδευτικά συστήματα παρακολουθούν με καθυστέρηση την επιστημονική εξέλιξη και οι κοινωνίες συναντούν δυσκολίες στον έλεγχο των συνεπειών της. Οι εκπαιδευτικές πολιτικές του χθες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις νέες μορφές υποεκπαίδευσης. Κάθε αλλαγή στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες παράγει τους δικούς της αναλφάβητους. Κάποτε η ικανότητα της ανάγνωσης και γραφής όριζε μια κοινωνία εγγραμμάτων πολιτών. Σήμερα η πολυπλοκότητα της σύγχρονης εποχής απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του αναλφαβητισμού. Κατά συνέπεια, κατάλληλα εκπαιδευμένος πολίτης είναι εκείνος ο οποίος: -μαθαίνει πώς να μαθαίνει και ταξινομώντας τα δεδομένα της εμπειρίας του, -κατανοεί, ερμηνεύει και παράγει προφορικό και γραπτό λόγο, -ανταποκρίνεται σε διαφορετικά επικοινωνιακά περιβάλλοντα και χρησιμοποιεί τους κατάλληλους επικοινωνιακούς κώδικες, -ανακαλύπτει τους τρόπους που κατασκευάζονται τα νοήματα, -έχει κατακτήσει τις στρατηγικές αναζήτησης, αξιολόγησης και αξιοποίησης της πληροφορίας -συνεργάζεται απρόσκοπτα και αξιοποιεί τους συνεργάτες του, -σχεδιάζει και ανασχεδιάζει τη δράση του με βάση τις ιδιαιτερότητες κάθε περίστασης, -είναι εξοικειωμένος με στρατηγικές επίλυσης προβλημάτων και λήψης αποφάσεων, -ελέγχει τα αποτελέσματα της δράσης του, -παράγει νέα γνώση και εισάγει καινοτόμες ιδέες στον χώρο εργασίας του, -συμμετέχει ενεργητικά στα κοινωνικά προβλήματα σε τοπικό και σε παγκόσμιο επίπεδο». Με βάση αυτόν τον ορισμό διαφαίνεται ότι η ανάγκη αντιμετώπισης όχι μόνο του οργανικού αλλά και του λειτουργικού αναλφαβητισμού, περνά στο θέμα της εκπαίδευσης ενηλίκων και δεν πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εκπαίδευση ενηλίκων θεωρείται ότι δεν πρέπει να αποτελεί μια διαδικασία τού να διδάσκει κανείς σε άλλους, αλλά η διαδικασία αυτή να τους καθιστά ικανούς να αποκτήσουν τη δική τους φωνή, να τους εντάσσει στη σύγχρονη κοινωνία και να τους βοηθά να ασκήσουν πληρέστερο ρόλο στην κοινωνία, της οποίας είναι ήδη λειτουργικά μέλη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αποχαιρετιστήρια ομιλία στους μαθητές της ΣΤ΄ τάξης

Ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ για παιδιά στα σχολικά εγχειρίδια. Ερμηνευτική και διδακτική προσέγγιση στο ποίημα της ΣΤ΄ τάξης "Οι Χτίστες". Nazim Hikmet's poems for children in school textbooks. Interpretative and didactic approach in the sixth grade poem by "Builders"