ΔΔ2: Δήμος Περιστερίου: Η εγκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων

1.3. Η εγκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων στο Περιστέρι
Οι μικρασιάτες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν το 1925 στο Περιστέρι ήταν τα τμήματα εκείνα που δεν μπορούσαν να απορροφηθούν στις άλλες συνοικίες των Αθηνών. Κυρίως προέρχονταν από τους «ξεχασμένους» πρόσφυγες στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας και όσων έμεναν σε σχολεία της Αθήνας και του Πειραιά. Η μεταφορά τους προέκυψε ως αποτέλεσμα πολλών παραγόντων: από την πιεστική ανάγκη των λεγόμενων «ειδικών συνθηκών» που δημιουργούσαν οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων στο Δημοτικό Θέατρο, του κινδύνου να μείνουν για τρίτη χρονιά κλειστά πολλά από τα σχολεία της ευρύτερης περιοχής Αθηνών - Πειραιά, της ανώμαλης πολιτικής κατάστασης μετά το πραξικόπημα του Πάγκαλου (26 Ιουνίου 1925) και της πίεσης των ίδιων των προσφύγων (που ήδη είχαν αυτοοργανωθεί με τη συγκρότηση Επιτροπών Αγώνα) για καλύτερες συνθήκες ζωής.
Δεν μπορεί να γίνει ακριβής υπολογισμός του αριθμού των μικρασιατών προσφύγων που ήρθαν αρχικά στην περιοχή του Περιστερίου, αλλά εκτιμάται ότι ανέρχονταν σε 1.500 με 2.000 άτομα κατά το πρώτο έτος της εγκατάστασής τους. Στη συνέχεια όμως αυξήθηκε σημαντικά και έφτασε τους 18.000 το έτος 1934. Δεν μπορεί, επίσης, να γίνει ακριβής υπολογισμός για τη σύνθεση του προσφυγικού πληθυσμού σε άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Εκτιμάται όμως ότι οι γυναίκες και τα παιδιά αποτελούσαν το μεγαλύτερο τμήμα, καθώς πολλοί άνδρες εξοντώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ, ο πληθυσμός στο χώρο που ανήκε στο Περιστέρι δεν ξεπερνούσε το 1923 τους 123 κατοίκους, για να φθάσει το 1928 στους 7.268 (αύξηση 208,73%) και να ολοκληρωθεί το 1940 με 21.537 (αύξηση 196, 33%).
Ο συνοικισμός αρχικά καταλάμβανε μικρή έκταση γύρω από την περιοχή της Ευαγγελίστριας και του Αγίου Αντωνίου, ενώ την περίοδο που το Περιστέρι ανακηρύχθηκε Δήμος, περιλάμβανε, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, τους συνοικισμούς: Χρυσαλλίδα, Άνω και Κάτω Γερμανικά, Κτιστά, Ποντίων, Αρμενίων και Παλαιό Περιστέρι.
Οι μικρασιάτες πρόσφυγες του Περιστερίου αντιμετώπισαν ίδιας τάξης προβλήματα με αυτούς που εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές του λεκανοπεδίου της Αθήνας, αλλά ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό καταγράφεται η οξύτητά τους. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη, που διενεργεί έρευνα γράφει σχετικά: «Η Σαχάρα δε θα’ ναι τόσο γυμνή από κάθε βλάστηση και τόσο αποκλειστικά γκρίζα όσο το τοπίο αυτό». Στην πραγματικότητα, η έκταση αυτή πριν το 1922 ήταν εντελώς ακατοίκητη. Στην περιοχή του Περιστερίου μεταφέρονταν και στοιβάζονταν τα σκουπίδια της Αθήνας, το έδαφος ήταν ανώμαλο, γεμάτο χαντάκια και κατσάβραχα, υπήρχαν λίγα άγονα χωράφια που παρήγαγαν σανό, θυμάρια, γαϊδουράγκαθα, πικραγγουριές, τσουκνίδες και η περιοχή ήταν γεμάτη από φίδια, σαύρες και άλλα ερπετά. Μόνο σε ορισμένες περιοχές, το άγονο αυτό έδαφος διακοπτόταν από χώμα που για να γίνει καρπερό απαιτούσε σκληρή δουλειά. Αλλά και οι ίδιοι οι όροι της διαμονής δημιουργούσαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η έλλειψη πόσιμου νερού, καθώς στην περιοχή, όχι μόνο δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης, αλλά και τα πηγάδια ήταν ελάχιστα και με λίγο νερό. Από την άλλη, το πρόβλημα της στέγασης στη περίπτωση των μικρασιατών προσφύγων του Περιστερίου πήρε εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, καθώς η αρχική πρόβλεψη ήταν να εγκατασταθούν σε ξύλινα παραπήγματα στην περιοχή του Αγίου Αντωνίου. Οι ξύλινες παράγκες ήταν κατασκευασμένες από ευτελή υλικά και δε διέθεταν τις στοιχειώδες ανέσεις. Αργότερα προστέθηκαν κι άλλες παράγκες, οι ονομαζόμενες «γερμανικές», καλύτερης κατασκευής, αλλά και αυτές δεν μπορούσαν να προσφέρουν ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης. Τα πρώτα πετρόχτιστα σπίτια άρχιζαν να κτίζονται σε οικόπεδα που τους διανεμήθηκαν μετά από μεγάλες προσπάθειες των προσφύγων, με βάση το νόμο «Περί Συστάσεως Οικοδομικών Συνεταιρισμών Αστών Προσφύγων» με στόχο την αυτοστέγαση των άστεγων οικογενειών σε οικόπεδα που θα απαλλοτρίωνε το δημόσιο και θα τα παραχωρούσε στους πρόσφυγες. Συνάμα, οι μικρασιάτες πρόσφυγες αντιμετωπίζουν και τα προβλήματα της μεταφοράς του νεκροταφείου προς τα δυτικότερα, τη στενότητα της γέφυρας της Κολοκυνθούς και της ξύλινης στη Ροσινιόλ που χαλάει συχνά καθώς και την ανυπαρξία μονάδας παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.
Η εγκατάσταση των προσφύγων με αυτές τις προϋποθέσεις ήταν μια πραγματικά δύσκολη υπόθεση. Στις 19-8-1925, μια πυρκαγιά κατέστρεψε τις παράγκες που είχαν παραδοθεί δυο μέρες πριν. Ένα χρόνο μετά την εκ νέου ανακατασκευή τους κι ενώ είχαν ήδη μπει μέσα οι πρόσφυγες, μια ανεμοθύελλα αυτή τη φορά (25-8-1926) κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος τους, προκαλώντας το θάνατο ενός πρόσφυγα. Ο θάνατος αυτός ήταν «η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι» και προκάλεσε την οργή των κατοίκων, μετατρέποντας το μνημόσυνό του σε συλλαλητήριο. Με αφορμή αυτό το γεγονός, αλλά εκφράζοντας και τη γενικότερη αγανάκτησή τους για τα οξυμένα προβλήματα, οι μικρασιάτες πρόσφυγες άρχισαν να οργανώνονται και να συστήνουν επιτροπές αγώνα. Αργότερα, το Φλεβάρη του 1930 μια νέα ανεμοθύελλα θα πλήξει σχεδόν ολόκληρο το Περιστέρι και η καταστροφή αυτή προκαλεί τη δυναμική αντίδραση των προσφύγων. Όταν το Κράτος έστειλε σκηνές αρνήθηκαν να τις παραλάβουν και απαίτησαν να τους παραχωρηθούν πετρόχτιστα σπίτια. Ο Β. Νεφελούδης, στο βιβλίο του «Μαρτυρίες 1906-1938» αναφέρει ότι την ιδέα κατάληψης των ακατοίκητων σπιτιών την έριξε ο ίδιος, όταν με την ιδιότητα του συντάκτη του «Ριζοσπάστη» πήγε στο Περιστέρι για να κάνει ρεπορτάζ.
Το πρόβλημα της κοινωνικής αφομοίωσης όμως των προσφύγων του Περιστερίου δεν ήταν ίδιο σε μέγεθος με τις άλλες περιπτώσεις εγκατάστασης στην Ελλάδα. Στις περισσότερες από αυτές, η συνύπαρξη γηγενών και μικρασιατών δεν αποδείχτηκε εύκολη υπόθεση. Η βαθιά αντίθεση μεταξύ των γηγενών που προϋπήρχαν και των προσφύγων εντοπιζόταν σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής και πολιτικής ζωής. Στην περίπτωση όμως των μικρασιατών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στο Περιστέρι δεν υφίστατο θέμα απομόνωσης και διακρίσεων από τον ντόπιο πληθυσμό, αφού τέτοιος δεν υπήρχε ή ήταν ελάχιστος και για αυτό γενικά μπορεί να ειπωθεί ότι δεν παρατηρήθηκαν τέτοιου είδους αντιπαλότητες, όπως για παράδειγμα, στον βορειοελλαδικό χώρο, όπου οι πρόσφυγες θα βρεθούν αντίπαλοι των μειονοτήτων για πολιτικούς, οικονομικούς και φυλετικούς λόγους. Αλλά και σε αρκετούς από τους άλλους συνοικισμούς της Αθήνας, παρουσιάστηκαν αρκετά κρούσματα ρατσισμού. Από την αρχή ο γηγενής πληθυσμός αντιμετώπισε εχθρικά τους μικρασιάτες πρόσφυγες. Τους θεωρούσε σαν πραγματικούς αίτιους της δυστυχίας που μάστιζε τον τόπο και τους αντιμετώπιζε σαν απειλή. Παρόμοια περιστατικά εμφανίζονται και στο συνοικισμό του Περιστερίου, αλλά δεν παίρνουν γενικευμένη μορφή. Άλλωστε οι πληθυσμοί των εσωτερικών μεταναστών που εγκαθίστανται την ίδια περίοδο, υπολείπονται σε αριθμό σε σχέση με τους μικρασιάτες και αυτό θα συμβεί σχετικά αργότερα από την εγκατάσταση των μικρασιατών. Στο μόνο που διέφεραν ήταν η γεωγραφική κατανομή τους. Η συνέχεια της οδού Δυρραχίου από τα Σεπόλια προς την πλευρά της γέφυρας Ροσινιόλ ήταν το φυσικό όριο αυτής της διασποράς με τους πρόσφυγες να τοποθετούνται στα βόρεια της οδού και οι εσωτερικοί μετανάστες στα νότια, προς την πλευρά της γέφυρας της Κολοκυνθούς. Τα κοινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν για το στέριωμα στη νέα πατρίδα, δε δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις εκείνες για μια αντιπαλότητα σε σχέση με τη διανομή της γης, του νερού και των ευκαιριών απασχόλησης. Σε αυτό, ίσως, να συνετέλεσε η απομόνωση από το κεντρικό κράτος, που η πολιτική του απέναντι στο Περιστέρι από την αρχή της συγκρότησής του, συνιστά μια διαδικασία κοινωνικού αποκλεισμού, τόσο προς τους μικρασιάτες, όσο και προς τους προερχόμενους από την εσωτερική μετανάστευση, σπρώχνοντας τον πληθυσμό αυτό δυτικότερα σε σχέση με την Αθήνα, αφού υπήρχε «μια σαφής πολιτική αποφυγής δημιουργίας πλατιών εργατικών στρωμάτων». Άλλωστε τα βασικά κριτήρια που επικράτησαν για την κατανομή του μικρασιάτικου πληθυσμού και τη χωροθέτηση των προσφυγικών οικισμών αρχικά και της διοχέτευσης των εσωτερικών μεταναστών αργότερα, ήταν αφενός μεν η προσφορά φθηνής εργατικής δύναμης στις βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Αθήνας και του Πειραιά και αφετέρου ο αποκλεισμός από τα άλλα παραδοσιακά εργατικά στρώματα της πόλης των Αθηνών, αλλά και μεταξύ των ίδιων των προσφύγων. Ο αποκλεισμός αυτός έδινε την εντύπωση της συνειδητής, από τη μεριά του κεντρικού κράτους, κοινωνικής απομόνωσης των προσφύγων που η μαζική εμφάνισή τους στο λεκανοπέδιο, ενδεχομένως, να δημιουργούσε προβλήματα στη μέχρι τότε διατήρηση του υπάρχοντος ομοιογενούς κοινωνικού περιβάλλοντος και να ανέτρεπε τις διαφοροποιημένες τιμές της αστικής και περιαστικής γης στο λεκανοπέδιο της Αθήνας.
Όμως, στην περίπτωση της συγκρότησης του Περιστερίου, η ανάγκη επίλυσης σοβαρών προβλημάτων (της κατοικίας, της έλλειψης πόσιμου νερού, της επικοινωνίας με την Αθήνα και των κινδύνων για τη δημόσια υγεία που προέκυπταν από τον απέραντο σκουπιδότοπο που προϋπήρχε και τον κίνδυνο διάδοσης μολυσματικών ασθενειών), δεν έδιναν την πολυτέλεια για εσωτερικές διαμάχες και συγκρούσεις ανάμεσα στους μικρασιάτες πρόσφυγες και στα εσωτερικά προσφυγικά κύματα που σιγά σιγά αυξάνονταν. Στις δυσκολίες αυτές, αν προστεθεί και το ακανθώδες και άγονο έδαφος (που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει πολλές φορές, ούτε τις ανάγκες αυτοκατανάλωσης σε σιτηρά, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης νερού), καθώς και το υψηλό ποσοστό λοιμωδών ασθενειών και παιδικής θνησιμότητας, τότε μπορεί να εκτιμηθεί ότι ήταν κοινή η μοίρα των πληθυσμών αυτών να συνυπάρξουν με ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης. Οι διαμάχες και οι έριδες θα αρχίσουν να εμφανίζονται μεταπολεμικά, όταν αποκρυσταλλώνονται οι κοινωνικές και πολιτικές δομές στη χώρα και θα αρχίσει να δημιουργείται μια πρωταρχική συσσώρευση πλούτου σε τοπικό επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό του μεγέθους των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι του Περιστερίου εκείνη την εποχή, ότι η επικοινωνία με την Αθήνα, παρόλο που το κέντρο της απέχει μόνο δύο χιλιόμετρα από τα όρια του Περιστερίου στον Κηφισό, ήταν δυσχερής και πολλές φορές διακοπτόταν από τις δυνατές καταιγίδες και τις πλημμύρες. Η πρόσβαση προς την Αθήνα και τις άλλες συνοικίες γινόταν μέσω δυο γεφυρών που διέσχιζαν τον Κηφισό ποταμό και το μοναδικό λεωφορείο δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό των Περιστεριωτών που μετακινούνταν προς την Αθήνα, τα εργοστάσια της Νέας Ιωνίας και τα καμίνια της Ιεράς Οδού. Το γεγονός αυτό και σε συνδυασμό με το ακριβό αντίτιμο του εισιτηρίου ανάγκαζε τους κατοίκους να πηγαίνουν με τα πόδια στις δουλειές τους διανύοντας καθημερινά χιλιόμετρα. Αλλά και τα ίδια τα προβλήματα της εγκατάστασης τόσο των προσφύγων, όσο και των εσωτερικών μεταναστών έγιναν με τον καιρό χρόνια και σημάδεψαν την εξέλιξη της πόλης.
Το βασικότερο πρόβλημα που κληρονομήθηκε από την εποχή εκείνη και συναντάται μέχρι τις μέρες μας είναι ότι στην περιοχή δεν υπήρχε, ούτε αρχικά ούτε μετέπειτα, παρά την επέκταση του συνοικισμού, κανενός είδους σχεδιασμός και πρόβλεψη για κατασκευή έργων υποδομής (ύδρευση, αποχέτευση, δρόμοι, συγκοινωνιακή σύνδεση με την Αθήνα). Το Περιστέρι, τόσο ως συνοικισμός που αρχικά ανήκε στην Αθήνα, όσο και ως νέος Δήμος, αφέθηκε στην τύχη του, με συνέπεια τα άλυτα βασικά προβλήματα να γίνουν χρόνια. Οι πρόσφυγες κάτοικοι της περιοχής, σε μεγάλο μέρος χήρες κι ορφανά, δε διέθεταν την οικονομική δυνατότητα να βελτιώσουν μόνοι τους τις άθλιες συνθήκες ζωής που τους επιβλήθηκαν, καθώς δεν είχαν καταφέρει να διασώσουν και να μεταφέρουν στη νέα τους πατρίδα, σχεδόν, τίποτα από την προσωπική τους περιουσία.
Όπως συνέβη με όλους σχεδόν τους πρόσφυγες, η επαγγελματική τους αποκατάσταση, θα αρχίσει να σχηματοποιείται και να παίρνει μονιμότερα χαρακτηριστικά αργότερα, όταν θα διαμορφώνονται σταθερές κοινωνικές δομές (δημιουργία του Δήμου Περιστερίου) και τα αστικά επαγγέλματα (εργάτες στη μικρή και μεγάλη βιομηχανία, έμποροι, βοηθητικό προσωπικό κλπ.). Σ’ αυτό συνετέλεσε, ασφαλώς, το γεγονός ότι οι πρόσφυγες που ήρθαν μετά τη μικρασιατική καταστροφή ήταν για την ελληνική οικονομία ένα «μεγάλο πλεονέκτημα, που προέκυψε από τη συγκέντρωση μιας μεγάλης μάζας φθηνών εργατικών χεριών για την υπό ανάπτυξη βιομηχανία». Η άφιξη ενός τόσου μεγάλου αριθμού ανθρώπων δίνει στο Κεφάλαιο άφθονη εργατική δύναμη με αποτέλεσμα ανάμεσα στα 1917 και στα 1938 ο αριθμός των εργοστασίων να διπλασιαστεί. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα σημαδέψει και την ανάπτυξη του Περιστερίου είναι ότι η απασχόληση των προσφύγων γίνεται γύρω από την κλωστοϋφαντουργία, η οποία χάρη στα έμπειρα προσφυγικά χέρια, έρχεται πρώτη στη βιομηχανική δραστηριότητα διατηρώντας τα πρωτεία μέχρι το β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Επιστρέφοντας στο θέμα της επαγγελματικής αποκατάστασης των προσφύγων του Περιστερίου θα σημειώναμε ότι αρχίζει να τίθεται με ιδιαίτερα οξύτητα από την πρώτη στιγμή της εγκατάστασής τους. Τα χρόνια που φιλοξενούνταν προσωρινά στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας ή σε διάφορα σχολεία της Αθήνας και του Πειραιά δεν είχαν καμιά σταθερή εργασιακή απασχόληση. Όταν η εγκατάσταση στο Περιστέρι παίρνει μόνιμα χαρακτηριστικά και διαλύονται οι όποιες ελπίδες για «επιστροφή στην πατρίδα», η κύρια απασχόλησή τους, όπως σημειώθηκε και πιο πριν, είναι εργάτες αρχικά σε βιοτεχνίες της Ν. Ιωνίας και της Αθήνας και στα καμίνια της Ιεράς Οδού, ενώ αρκετοί απασχολούνταν στην αποκομιδή των σκουπιδιών της Αθήνας. Αργότερα, η απασχόλησή τους- και η οικονομική δραστηριότητα της περιοχής- συνδέθηκε με τα εργοστάσια ταπητουργίας, εριουργίας, κλωστοϋφαντουργίας και εξόρυξης λιγνίτη που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Είναι γεγονός, όμως, ότι για την εποχή που αναφερόμαστε, οι κάτοικοι της περιοχής δούλευαν σε δύσκολες συνθήκες, περισσότερο από 12 ώρες την ημέρα, για την επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους. Σύμφωνα με τον αντιστασιακό- συγγραφέα Ν. Σφακιανάκη, οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο Περιστέρι ήταν κυρίως εργάτες, τεχνίτες και μικροεπαγγελματίες. Ήταν καλοί «χαρμανατζήδες» (σσ. παρασκευή του μπετόν αρμέ), ενώ πολλοί από αυτούς απορροφήθηκαν στην αγορά της Αθήνας πριν ανοίξουν τα εργοστάσια της κλωστοϋφαντουργίας. Οι μικρασιάτες πρόσφυγες ήταν επίσης κόσμος προοδευτικός, φιλομαθής που μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες ζωής. Από την πρώτη στιγμή της εγκατάστασής τους δημιούργησαν για τις ανάγκες του συνοικισμού υποτυπώδεις φούρνους, παντοπωλεία, κουρεία και σε λίγο χρονικό διάστημα εμπορικά μαγαζιά, κέντρα διασκεδάσεως μέχρι και χοροδιδασκαλία.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι αυτή η υποδομή που δημιούργησαν οι πρόσφυγες από μόνοι τους, είχε σαν αποτέλεσμα, να επιτρέψει τον ανασχεδιασμό της βιομηχανικής βάσης στο λεκανοπέδιο. Η ανύπαρκτη μέχρι τότε βιομηχανική και βιοτεχνική δραστηριότητα στην υπό διαμόρφωση πλέον Δυτική Αθήνα αρχίζει σιγά σιγά να σχηματοποιείται γύρω από τον Κηφισό Ποταμό, που στα πολεοδομικά σχέδια είχε ήδη χαρακτηρισθεί ως χώρος βιομηχανικής ανάπτυξης. Σε αυτό βοήθησε η απόφαση να διανοιχτεί ο Εθνικός Δρόμος στην ανατολική πλευρά του Κηφισού Ποταμού, που να συνδέει το λεκανοπέδιο προς τα Βόρεια και να δημιουργηθεί ο καινούριος δρόμος προς Πελοπόννησο από το ύψος της Λεωφόρου Καβάλας, αντικαθιστώντας τη μέχρι τότε μοναδική πρόσβαση της Ιεράς Οδού. Έτσι αρχίζουν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια σταθερή παραγωγική βάση, η οποία θα επανδρωθεί κατά κύριο λόγο από τους μικρασιάτες πρόσφυγες, αλλά και από τους εσωτερικούς μετανάστες που καταφθάνουν από όλες σχεδόν τις περιοχές της χώρας. Πιο συγκεκριμένα:
Στο Περιστέρι ξεκινά τη λειτουργία του, το ταπητουργείο του μικρασιάτη ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, που ιδρύεται σχεδόν ταυτόχρονα με την εγκατάσταση των προσφύγων, με σκοπό να εκμεταλλευθεί τα φτηνά γυναικεία μεροκάματα. Όμως και εξαιτίας του γεγονότος ότι η ταπητουργία στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να αντέξει τον ανταγωνισμό, οι ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ στράφηκαν προς την κλωστοϋφαντουργία. Το νέο εργοστάσιο του ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ χτίστηκε στην Κολοκυνθού, στην είσοδο της πόλης, με την επωνυμία «Εριοβιομηχανία ΕΡΒΑ Α.Ε.» που αργότερα έγινε γνωστό σαν «ΑΡΙΣΤΟΝ Α.Ε.». Την ίδια περίοδο, μια άλλη παραγωγική μονάδα που αναπτύσσεται παράλληλα με τον ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ είναι το Καπνεργοστάσιο που βρισκόταν πάνω στην οδό Λένορμαν, μέσα στα διοικητικά όρια του Δήμου Αθηναίων. Στο καπνεργοστάσιο βρίσκουν δουλειά αρκετοί Περιστεριώτες και θα αναπτυχθεί ιδιαίτερα μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Εκτός του Παπάζογλου και του καπνεργοστασίου, αρχίζουν να δραστηριοποιούνται στο χώρο της υφαντουργίας και οι ΑΔΕΛΦΟΙ ΛΑΝΑΡΑ που αγοράζουν ένα μεγάλο κομμάτι της έκτασης γύρω από την είσοδο της πόλης στον Κηφισό Ποταμό (Κολοκυνθού, Ροσινιόλ) και χτίζουν εργοστασιακές μονάδες εξοπλισμένες με τα κατάλληλα μηχανήματα που έρχονται από το εξωτερικό. Την περίοδο αυτή κάνει έντονα την εμφάνισή του το πρόβλημα της εξεύρεσης ειδικευμένων εργατών και τεχνιτών για να επανδρώσουν τις νέες εργοστασιακές μονάδες. Επειδή στην τοπική αγορά εργασίας δεν υπήρχε ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, οι «Λαναράδες» έκαναν προσλήψεις εργατών και τεχνιτών από τη Νάουσα, (όπου ήδη είχε δημιουργηθεί σε ανάλογες επιχειρήσεις ένα ειδικευμένο στρώμα) και το εργοστάσιο ξεκινά τη λειτουργία του το 1936. Εξαιτίας του γεγονότος, όμως, ότι οι πρόσφυγες είχαν άμεση ανάγκη για δουλειά, αλλά κατείχαν κι ένα σχετικά ανεβασμένο μορφωτικό κεφάλαιο και εργασιακές εμπειρίες σε ανάλογους χώρους στη Μ. Ασία, το εργοστάσιο «στέριωσε» και εξελίχθηκε σε σημαντικό παραγωγικό χώρο πανελλήνιας εμβέλειας. Αρχικά η παραγωγή προϊόντων του ΛΑΝΑΡΑ κινήθηκε στην εξυπηρέτηση των αναγκών του ελληνικού στρατού σε ιματισμό και κουβέρτες και αργότερα επεκτάθηκε και στο χονδρικό εμπόριο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Οι Ναουσαίοι «Αφοί ΛΑΝΑΡΑ» θα προχωρήσουν και σε ορισμένα μέτρα υπέρ των εργαζομένων, με σκοπό τη διασφάλιση του μέγιστου κέρδους, όπως το συσσίτιο και την ίδρυση ειδικής πτέρυγας στο νοσοκομείο «ΣΩΤΗΡΙΑ» για τους φυματικούς. Από το εργοστάσιο των αδελφών Λαναρά, «θα περάσει σχεδόν όλο το Περιστέρι» και θα αποτελέσει μια σταθερή πηγή, χαμηλού, έστω, εισοδήματος. Συνολικά, και πριν την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, απασχολεί πάνω από 3.500 εργαζόμενους, αριθμός εντυπωσιακός για τα μεγέθη της εποχής εκείνης. Εκτιμάται ότι περίπου 2.500 χιλιάδες από αυτούς ήταν Περιστεριώτες.
Μεγάλη ώθηση στη βιομηχανική ανάπτυξη του Περιστερίου έπαιξαν τα κοιτάσματα λιγνίτη που εντοπίστηκαν προς τα δυτικά της πόλης, στις περιοχές σήμερα Ανθούπολη, Άγιο Ιερόθεο και Άλσος. Στο χώρο αυτό κατασκευάστηκαν τα ορυχεία εξόρυξης του λιγνίτη και του άνθρακα που σημάδεψαν και αυτά τη βιομηχανική ανάπτυξη της νέας πόλης. Το κάρβουνο ήταν εξαιρετικής ποιότητας και το λιγνιτοφόρο στρώμα ήταν πάχους πέντε μέτρων και 3.300 θερμίδων (αντί 1.700 θερμίδων που είχε το κοίτασμα της Πτολεμαϊδας). Με τη λειτουργία του ορυχείου, η παραγωγή έφτασε να βγάζει 170 τόνους κάρβουνο την ημέρα και μάλιστα με μη μηχανικά μέσα και συνολικά απασχολούσε την προπολεμική εποχή γύρω στους 750 εργάτες.
Εκπαίδευση
Οι πρόσφυγες του Περιστερίου από την πρώτη στιγμή που έφθασαν στην Αθήνα και εγκαταστάθηκαν είτε στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας είτε σε διάφορα σχολεία της Αθήνας και του Πειραιά, δεν είχαν την πολυτέλεια να στραφούν στη διεκδίκηση σχολείων και δασκάλων για τα παιδιά τους. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι σε κανένα από τα διαβήματα και υπομνήματα της «Γενικής Ένωσης Προσφύγων Περιστερίου», δεν περιλαμβάνεται αίτημα που να αφορά την εκπαίδευση. Αυτό θα συμβεί πολύ αργότερα, στις αρχές του 1931, όταν συγκροτείται μια λαϊκή επιτροπή που προβάλλει με έμφαση το ζήτημα των σχολείων. Το Μάιο του 1932, οι κάτοικοι του Περιστερίου προβάλλουν και πάλι το αίτημα για την ανέγερση των σχολείων, τα οποία εκτός του ότι δεν χωρούν τους μαθητές, αναγκάζονται πολλές φορές να διακόψουν τη λειτουργία τους για να στεγάσουν τους αστέγους των πλημμύρων και των άλλων φυσικών καταστροφών. Σιγά σιγά όμως το ενδιαφέρον των προσφύγων για την εκπαίδευση των παιδιών τους αρχίζει να γίνεται πιο έκδηλο, ειδικά από την στιγμή που η εγκατάσταση στο συνοικισμό του Περιστερίου άρχισε να παίρνει μόνιμα χαρακτηριστικά. Σχεδόν ταυτόχρονα λειτούργησαν σε ξύλινες παράγκες δυο δημοτικά σχολεία, ένα αρρένων κι ένα θηλέων. Αντίθετα, το πρώτο Γυμνάσιο θα λειτουργήσει το 1939 και μέχρι τότε, όποιο παιδί ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του, θα έπρεπε να μετακινηθεί προς την Αθήνα. Το 1929, μετά από πολλές προσπάθειες θα φτιαχτεί κι ένας υποτυπώδης παιδικός σταθμός για 85 παιδιά. Τα σχολεία αυτά, όπως ήταν φυσικό, δεν επαρκούσαν για να στεγάσουν τον συνολικό αριθμό των παιδιών. Υπολογίζεται επίσης ότι περίπου 500 παιδιά, κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης, δεν πήγαν καθόλου στο σχολείο και βρίσκονταν άμεσα στον κίνδυνο να μείνουν αναλφάβητα. Σημαντικό ρόλο έπαιξε για τα παιδιά αυτά, ένα άτυπο σχολικό δίκτυο που αναπτύχθηκε στα πλαίσια της οικογένειας και του συνοικισμού για να μάθουν να διαβάζουν, να γράφουν και να εκτελούν τις βασικές αριθμητικές πράξεις.
Το πρόβλημα όμως της ελλιπούς φοίτησης στα σχολεία συνδέεται και με την αυξημένη παιδική και γυναικεία εργασία. Στο Περιστέρι, όπως και σε άλλες εργατικές συνοικίες της Αθήνας και των άλλων μεγάλων πόλεων, από τα πρώτα χρόνια της συγκέντρωσης του προσφυγικού πληθυσμού, τα παιδιά και οι γυναίκες έπεσαν θύματα άγριας εκμετάλλευσης. Τα παιδιά μάλιστα αναγκάζονταν να διασχίζουν καθημερινά μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια για να πάνε να εργαστούν στις βιομηχανίες ή τις βιοτεχνίες στη Νέα Ιωνία, στην Αθήνα και στα καμίνια της Ιεράς οδού, με εξευτελιστικά μεροκάματα. Γενικά, η εκτεταμένη παιδική εργασία ήταν ο κανόνας και ειδικά για εκείνα τα παιδιά που ήταν ορφανά, έπεφτε το μεγάλο βάρος στον αγώνα για το μεροκάματο και την επιβίωση των αποδεκατισμένων οικογενειών. Το πρόβλημα των εργαζόμενων παιδιών ήταν τόσο έντονο που με πρωτοβουλία του Μικρασιατικού Συλλόγου «Ανατολή» άρχισε να λειτουργεί από το 1928 νυκτερινή σχολή για έφηβους (στη συντριπτική τους πλειοψηφία αγόρια) τα οποία δήλωναν εκτός από τον τόπο καταγωγής τους και το επάγγελμα στο οποίο απασχολούνταν. Όμως, ο αρχικός αναλφαβητισμός των παιδιών των προσφύγων ήταν περισσότερο πλασματικός και πάντως διαφορετικός από τον υπόλοιπο γηγενή πληθυσμό. Οι ενήλικες πρόσφυγες ήταν σε μεγαλύτερο βαθμό αλφαβητισμένοι από το γηγενή πληθυσμό, εξαιτίας της ιδιαίτερης σημασίας που είχαν τα γράμματα στην πατρίδα τους. Αυτό συνάγεται και από το γεγονός ότι χρησιμοποίησαν το γραπτό δίκτυο επικοινωνίας για τη γνωστοποίηση των αιτημάτων τους αλλά και ως ενοποιητικό στοιχείο στη νέα πατρίδα, γεγονός που δε συναντάται σε τόσο ευρεία κλίμακα στα εργατικά στρώματα των πόλεων καθώς στα αγροτικά στρώματα της εποχής εκείνης.
Η πολιτική συμπεριφορά των μικρασιατών και η έννοια της κοινότητας
Η πολιτική συμπεριφορά των μικρασιατών προσφύγων καθορίστηκε σε σημαντικό βαθμό από δυο παράγοντες: Από τη μια μεριά, τη στάση των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στα οξυμένα καθημερινά προβλήματα που απαιτούσαν ριζικές λύσεις και την απαίτηση για υιοθέτηση συγκεκριμένων μέτρων κοινωνικής μέριμνας και προστασίας. Από την άλλη, σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι κοινωνικές και πολιτικές καταβολές των πληθυσμών αυτών. Πιο συγκεκριμένα:
Το Κόμμα των Φιλελευθέρων έχει σημαντικά ερείσματα ανάμεσα στο προσφυγικό στοιχείο. Από την αρχή διαφαινόταν ότι η υπερίσχυση των Φιλελευθέρων μεταξύ των προσφύγων, θα ήταν ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Στην επίσκεψη του Ελευθέριου Βενιζέλου στον καταυλισμό των προσφύγων, στις 25-9-1925, με αφορμή τις επερχόμενες εκλογές (τις οποίες όμως έχασε), οι Περιστεριώτες του επεφύλαξαν θερμή υποδοχή. Μάλιστα, το Φεβρουάριο του 1929 ιδρύεται η «Πολιτική Ένωσις Φιλελευθέρων Περιστερίου» με σκοπό, όπως γράφτηκε στην ιδρυτική διακήρυξή της, «την πολιτικήν διαπαιδαγώγησιν των προσφύγων του συνοικισμού». Η επιρροή όμως των Φιλελευθέρων θα μειωθεί σημαντικά στα επόμενα χρόνια, γεγονός που θα αποδειχθεί αργότερα στις δημοτικές εκλογές του 1934 με την ανακήρυξη του Περιστερίου σε Δήμο, όπου εκλέγεται ο Καστριώτης που υποστηρίζεται από το Λαϊκό Κόμμα. Για το Λαϊκό Κόμμα δεν έχει καταγραφεί κάποια αξιόλογη δραστηριότητα ή παρουσία μόνιμου πολιτικού τοπικού σχήματος μετά την εγκατάσταση των προσφύγων. Αυτό που πιθανολογείται είναι ότι αρχικά μεταξύ των προσφύγων επικρατούσε μεγάλη αντιπάθεια εξαιτίας του «αντιμικρασιατικού» μένους που διέκρινε το Λαϊκό Κόμμα, για τη διαχείριση της πολεμικής αναμέτρησης του 1922 και πάνω απ’ όλα για τη συνειδητή εγκατάλειψη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στο έλεος των κεμαλικών νικητών.
Η πολιτική χρεοκοπία του Βενιζελισμού, ο οποίος είχε υποσχεθεί την ευημερία και την επαγγελματική αποκατάσταση του προσφυγικού πληθυσμού, κάνει πολλούς από τους πρόσφυγες να στραφούν στην Αριστερά και ειδικά στο ΚΚΕ, που είχε ιδρυθεί ως ΣΕΚΕ το 1918 και ως ΚΚΕ το 1924. Το ΚΚΕ «στήνει» την πρώτη του κομματική οργάνωση στο Περιστέρι το 1930. Η δημιουργία της πρώτης Κ.Ο.Β. του ΚΚΕ φαίνεται ότι δεν έγινε με ιδιαίτερες διαδικασίες, αλλά στηρίχθηκε στη συνέπεια και την εντιμότητα με την οποία τα στελέχη τού τότε ΚΚΕ πρόβαλαν τα αιτήματα των Περιστεριωτών και των συνθηκών εργασίας στα εργοστάσια της κλωστοϋφαντουργίας και στα καμίνια. Αυτό άλλωστε εξηγεί και την ιδιαιτερότητα της διείσδυσης της κομμουνιστικής ιδεολογίας ανάμεσα στους πρόσφυγες. Η επιρροή του ΚΚΕ ρίζωνε μεν σιγά σιγά ανάμεσα στο προσφυγικό στοιχείο, αλλά δεν πήρε μεγάλες διαστάσεις, παρά μόνο με την έναρξη του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Το έρεισμα των κομμουνιστών ανάμεσα στους πρόσφυγες ήταν μειωμένο από την αρχή της εγκατάστασης, γεγονός που πρέπει να αναζητηθεί τόσο στο νεαρό της ηλικίας του, όσο και στο κοινωνικό υπόβαθρο των προσφύγων. Αυτές οι συντεταγμένες διαφαίνονται και στα κόμματα που πήραν μέρος με αφορμή τις πρώτες δημοτικές εκλογές και στήριξαν υποψηφίους για Δήμαρχο, μετά την ανακήρυξη του συνοικισμού του Περιστερίου σε Δήμο. Πιο συγκεκριμένα:
Στις 21 Ιανουαρίου 1934 το Περιστέρι γίνεται Δήμος, με απόφαση της κυβέρνησης Ζαΐμη. Αρχικά, περιλαμβάνονται οι συνοικισμοί «Χρυσαλίς», «Άνω και Κάτω Γερμανικά», «Κτιστά», «Συνοικισμοί Ποντίων και Αρμενίων» και το «Παλαιό Περιστέρι», συνολικά 18.000 περίπου κάτοικοι. Στις πρώτες δημοτικές εκλογές που διεξήχθησαν σε συνθήκες τρομοκρατίας συμμετείχαν οκτώ συνδυασμοί, που εξέφραζαν σχεδόν όλο το τότε πολιτικό φάσμα. Από το Λαϊκό Κόμμα υποστηρίζεται ο γιατρός και μεγαλοϊδιοκτήτης Σταμάτης Καστριώτης. Στο χώρο των Φιλελευθέρων ο επίσημος υποψήφιος ήταν ο Χρ. Θεοδωρίδης, πρόσφυγας. Από το Ενιαίο Μέτωπο Εργατών και Αγροτών υποστηρίζεται, ο γηγενής Γιώργος Γιώσης που είχε την υποστήριξη από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Παρότι όμως η συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος ήταν πρόσφυγες, πρώτος ανακηρύχθηκε ο Στ. Καστριώτης που ιστορικά έγινε ο μέγας διώκτης των προσφύγων. Ο Καστριώτης άφησε στην κυριολεξία τους πρόσφυγες έρμαιους στην πείνα, τη δίψα και τις πλημμύρες και για αυτό έχει καταγραφεί στην τοπική ιστορία, ως «προσφυγομάχος» δήμαρχος. Ως μέσο για αυτήν την απάνθρωπη συμπεριφορά προς τους πρόσφυγες ήταν η δημιουργία ενός μηχανισμού διοίκησης που αποτελούνταν αποκλειστικά από γηγενείς (κυρίως Μανιάτες) με σκοπό τον αποκλεισμό των προσφύγων, όχι μόνο από τη διανομή των βασικών αγαθών (νερό, τρόφιμα, συγκοινωνία) αλλά και τον αποκλεισμό από τη διοίκηση του Δήμου. Συμπεριφέρεται απαράδεκτα στους πρόσφυγες, χαρακτηρίζοντάς τους «τουρκόσπορους». Έτσι δίπλα στην πολιτική των διακρίσεων και του αποκλεισμού απέναντι στους μικρασιάτες πρόσφυγες και τους εσωτερικούς μετανάστες από το Κεντρικό Κράτος, αναπτύσσεται μια νέα μορφή αποκλεισμού, αυτή τη φορά από το νεοϊδρυθέντα Δήμο.
Όμως, η δημιουργία του Δήμου Περιστερίου είχε και ορισμένες θετικές επιδράσεις αφού φαίνεται να λειτούργησε συσπειρωτικά για τους Περιστεριώτες για την ανάδειξη των οξυμένων προβλημάτων τους και τη διεκδίκηση λύσεων. Τώρα δεν υπάρχει μόνο το απρόσωπο Κεντρικό Κράτος αλλά και ο Δήμος, ως πεδίο αναφοράς. Αυτό διαφαίνεται και από την έντονη δραστηριοποίηση των τοπικών οργανώσεων, τόσο των προσφύγων, όσο και των εσωτερικών μεταναστών και των γηγενών (που ήδη έχουν δημιουργηθεί), σε σχέση με την καταγραφή και την πάλη για την επίλυση των βασικότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Γίνεται έτσι κατορθωτό, σχεδόν δέκα χρόνια από την εγκατάσταση των προσφύγων στο Περιστέρι, η διεκδίκηση να συγκεκριμενοποιείται και παρ’ όλο που ο Δήμος αρχικά πέφτει σε αντιδραστικές δυνάμεις, ο θεσμός αυτός να γίνεται ένα όργανο πάλης που θα σημαδέψει τη μετέπειτα πορεία του. Έτσι, η δημιουργία του Δήμου Περιστερίου φανέρωσε από τη μια μεριά τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει και από την άλλη την προσπάθεια των αντιδραστικών δυνάμεων του πολιτικού συστήματος και της μεγαλογαιοκτησίας να τον ελέγξει.
Οι κάτοικοι, την ίδια περίοδο, παρά τις αντιξοότητες που αντιμετώπιζαν, ανέπτυξαν έντονη κοινωνικότητα, ενώ το αίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης ήταν παντού κυρίαρχο. Οργανώνονταν με σκοπό να διεκδικήσουν τα αυτονόητα από το Κράτος και επιπρόσθετα ίδρυσαν πολιτιστικούς, μορφωτικούς και αθλητικούς συλλόγους, γεγονός που μπορεί να συνδεθεί με το πολιτιστικό επίπεδο των περισσότερων προσφύγων, που είχαν βιώσει στις πατρίδες τους έναν καλύτερο τρόπο ζωής. Ως μορφή συλλογικότητας, παραπέμπει περισσότερο στην έννοια της κοινότητας με την κοινωνιολογική έννοια του όρου. Η ταξική ομοιογένεια του πληθυσμού, ο περιορισμένος αριθμός των σπιτιών και ο τρόπος συγκέντρωσής τους στον περιβάλλοντα χώρο (χαμηλά σπίτια το ένα δίπλα στο άλλο), επέτρεπε την επικοινωνία και την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, που ζούσαν έχοντας κοινούς στόχους, κι αποτέλεσαν χαρακτηριστικά αυτού του είδους της συμβίωσης. Οι πρόσφυγες ήταν φορείς φιλελεύθερων αντιλήψεων και πολιτιστικών αξιών, ως αποτέλεσμα της οικονομικής ευμάρειας και του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα, κυρίως της Πόλης, αλλά και των άλλων μικρών και μεγάλων αστικών κέντρων της Μικράς Ασίας. Το ανεπτυγμένο αυτό πολιτιστικό επίπεδο δεν μπορούσε να ανθίσει τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους στην Αθήνα και αργότερα στο Περιστέρι. Με το πέρασμα όμως του χρόνου ο πολιτισμός έγινε ανάγκη ύπαρξης για τους πρόσφυγες που άρχισαν να ιδρύουν παράλληλα με τις επιτροπές αγώνα και άλλους διεκδικητικούς συλλόγους με καθαρά πολιτιστικό και επιμορφωτικό περιεχόμενο. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αναδείχθηκαν πλήθος σημαντικών προσωπικοτήτων σε όλους τομείς της πνευματικής δημιουργίας και της τέχνης. Συνοπτικά θα σημειώναμε ότι για την πρώτη περίοδο που άρχισε να κατοικείται ο Δήμος Περιστερίου, οι λόγοι που επέβαλαν την εγκατάσταση των προσφύγων έξω από τα δομημένα όρια της Αθήνας, ήταν αποτέλεσμα δύο παραγόντων. Αρχικά, για την εδραίωση ενός ομοιογενούς κοινωνικού περιβάλλοντος των πληθυσμών αυτών και την αποφυγή πιθανόν κοινωνικοπολιτικών αναταραχών από τη συσσώρευση ανέργων, άστεγων και δυσαρεστημένων με τον πληθυσμό που κατοικούσε στο Δήμο της Αθήνας και επίσης για τη χρησιμοποίησή τους, ως φθηνά εργατικά χέρια, στις παλαιές και νέες βιομηχανικές μονάδες. Η πραγματική αποκρυστάλλωση των πολιτικών συντεταγμένων πάνω στις οποίες αναπτύχθηκε το Περιστέρι γίνεται ορατή με την ανακήρυξη του συνοικισμού του Περιστερίου σε Δήμο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αποχαιρετιστήρια ομιλία στους μαθητές της ΣΤ΄ τάξης

Οργανικός και Λειτουργικός Αναλφαβητισμός: Εννοιολογικοί προσδιορισμοί

Ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ για παιδιά στα σχολικά εγχειρίδια. Ερμηνευτική και διδακτική προσέγγιση στο ποίημα της ΣΤ΄ τάξης "Οι Χτίστες". Nazim Hikmet's poems for children in school textbooks. Interpretative and didactic approach in the sixth grade poem by "Builders"