Το «Ολοήμερο Σχολείο» και η λογική της εκπαιδευτικής πολιτικής

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 8-9 Οκτωβρίου 1999

Τοποθέτηση του προβλήματος
Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα της κριτικής τοποθέτησης απέναντι σε μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται το «Ολοήμερο Σχολείο» από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΠΘ, θα έπρεπε να γινόταν με τη μεσολάβηση ενός εύλογου χρονικού διαστήματος εφαρμογής των μέτρων που προβλέπει. Δεν μπορούμε όμως να τηρήσουμε αυτόν τον επιστημονικό προσδιορισμό, όσον αφορά τη λειτουργία του πιλοτικού προγράμματος των 28 Πειραματικών Ολοήμερων σχολείων, γιατί, όπως αναγράφεται στην εισήγηση που δόθηκε στην ημερίδα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, με το αντίστοιχο θέμα, Ιούνιος ’99, (απ’ όπου κι όλες οι παραπομπές)… «ο θεσμός του ολοήμερου σχολείου αποτελεί τη θεμελιώδη κατεύθυνση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που επικυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων με σχετική διάταξη του Ν. 25225/97». Ενός νόμου που δίκαια το εκπαιδευτικό κίνημα τον χαρακτηρίζει αντιεκπαιδευτικό και ζητεί την κατάργησή του αφού: α) Οδηγεί στη μαζική έξωση των μαθητών από το Λύκειο και την εξώθησή τους στην πρόωρη κατάρτιση (αποτυχία του 13% στην Α΄ Λυκείου, του 28% στη Β΄ Λυκείου και εγκατάλειψη των ΤΕΕ) και β) Συντελεί στην κατακόρυφη αύξηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης και στην ιδιωτικοποίηση της δημόσιας. Δεν μπορούμε επίσης να αγνοήσουμε τη μέχρι τώρα εμπειρία από την εφαρμογή των Σχολείων Διευρυμένου Ωραρίου (για φέτος αναφερόμαστε σε 1500 δημοτικά και 700 νηπιαγωγεία) που μοιάζουν περισσότερο με «παιδοφυλακτήρια», αφού λειτουργούν χωρίς συγκεκριμένα αναλυτικά προγράμματα, ενώ το κόστος καλύπτεται πολλές φορές από τους γονείς.
Και βέβαια μη μας πουν κάποιοι ότι αρκούμαστε στην εύκολη καταγγελία και αποφεύγουμε τη δοκιμασία της επεξεργασίας συγκεκριμένων προτάσεων γιατί τέτοιες έχουμε μόνο που εμείς τη βελτίωση της λειτουργίας της παρεχόμενης εκπαίδευση τη βλέπουμε στενά δεμένη με μιαν άλλη πορεία της κοινωνίας μας προς όφελος του λαού καιν το θέμα της εκπαίδευσης το κατανοούμε ως κατεξοχήν πολιτικό αίτημα. Δε δεχόμαστε επίσης να μπούμε στη συζήτηση για το περιεχόμενο του σχολείου που εξαγγέλλεται και αγνοώντας τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η ΕΕ και συμφωνεί η ελληνική κυβέρνηση, με τις γνωστές συμφωνίες κορυφής και τα επιμέρους προγράμματα- δράσεις που αναπτύσσονται, με σκοπό τη δημιουργία εκπαιδευτικού συστήματος που να ανταποκρίνεται στις «προκλήσεις που απορρέουν από τα νέα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα και από την κοινή μας πορεία με τις άλλες χώρες της ΕΕ». Υποστηρίζουμε ότι το σχολείο που προσπαθούν με τον ερχομό του νέου αιώνα, είναι πλήρως υποταγμένο στις «ανάγκες της αγοράς». Και αν αυτό είναι εμφανές στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης και αρχίζει να γίνεται και στο χώρο της δευτεροβάθμιας, δεν είναι τόσο πρόδηλο στη Βασική Εκπαίδευση που έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες καιν αρχές λειτουργίας.
Δεν αναφερόμαστε μόνο στο ότι τα μεγάλα εκδοτικά συμφέροντα έχουν «βάλει στο μάτι» τη χορήγηση του δωρεάν βιβλίου ή στην ιδιωτικοποίηση του ΟΣΚ. Αναφερόμαστε στο γεγονός ότι ο νέος τύπος σχολείου, που, στην κυριολεξία, παρουσιάζεται ως η πλέον προοδευτική μεταρρύθμιση που έγινε, εντείνει την ταξική, επιλεκτική λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος και το προσαρμόζει στις λεγόμενες «ανάγκες της αγοράς». Διαφορετικά θα τον διατυπώναμε ως εξής; Ο παραδοσιακός ρόλος της βασικής εκπαίδευσης που εφοδιάζει τους μαθητές με τις βασικές γνώσεις σε ανάγνωση, γραφή, αρίθμηση και στοιχειώδη κατανόηση του φυσικού και κοινωνικού περίγυρου και ανταποκρινόταν σε ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης της χώρας έχει κλείσει. Σήμερα δεν αποτελεί καινοτομία η ακλλαγή στη διδακτική προσέγγιση των γνωστικών αντικειμένων και η όποια συνεισφορά των δυνατοτήτων των «νέων τεχνολογιών» στην εκπαιδευτική διαδικασία. Όχι ότι δεν έχει τη δικιά της αξία η ανανέωση των παιδαγωγικών προσεγγίσεων, η αλλαγή της οργάνωσης και της διοίκησης της σχολικής μονάδας και η πληροφορική στα σχολεία. Άλλωστε, οι κομμουνιστές κι άλλοι προοδευτικοί εκπαιδευτικοί είναι αυτοί που για χρόνια τώρα; Πρωτοστατούν στο σπάσιμο του παραδοσιακού χαρακτήρα της εκπαιδευτικής πράξης και την ουσιαστική ανανέωση των μεθόδων και των διδακτικών προσεγγίσεων. Αυτό που υποστηρίζουμε σήμερα είναι ότι η καθιέρωση αυτού του Ολοήμερου Σχολείου δεν αφορά μια πραγματικά προοδευτική εξέλιξη, αλλά μια προσαρμογή συνολικά του τύπου σχολείου στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, όπως ονομάζεται (στις ανάγκες των μονοπωλίων θα λέγαμε εμείς) που απαιτεί τα παιδιά που αποφοιτούν από τη βασική εκπαίδευση να κατέχουν ένα στοιχειώδες, εντελώς υποτυπώδες επίπεδο νέων γνώσεων. Αλλιώς θα λέγαμε ότι το παιδί που προέρχεται από τα φτωχά λαϊκά στρώματα (για αυτό πρώτιστα μας ενδιαφέρει) με την ολοκλήρωση του «κύκλου σπουδών» που του προορίζουν (από το Δημοτικό, στο Γυμνάσιο και ίσως στα ΤΕΕ) στη συνέχεια θα πεταχτεί ωε σύγχρονοε προλετάριος που πρέπει να κατέχει, εκτός των άλλων, και απλές γνώσεις χειρισμού ηλεκτρονικών μηχανημάτων, στοιχειώδεις γνώσεις επικοινωνίας σε ξένη γλώσσα, για να μπορεί να σταθεί ως αυριανός ευάλωτος «απασχολήσιμος» στις σύγχρονες καπιταλιστικές ανάγκες της παραγωγής.
Μας κάνει μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι στα Πειραματικά Ολοήμερα Σχολεία, ενώ γίνεται αρκετά λόγος για τη χρήση υπολογιστών, νέων διδακτικών προσεγγίσεων κλπ. Δε γίνεται πουθενά λόγος για σύγχρονα αναλυτικά προγράμματα, για μείωση των μαθητών ανά τάξη και το κυριότερο, δε διατυπώνεται η δέσμευση για την πλήρη χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Αντίθετα, διατυπώνεται η θέση ότι χρηματοδότηση για αυτή τη φάση λειτουργίας των 28 πειραματικών ολοήμερων σχολείων θα γίνεται από τριμερή συμμετοχή με κοινοτικά κονδύλια του ΕΠΕΑΕΚ, του ΥΠΕΠΘ και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Υποψιαζόμαστε ότι στο βαθμό που γενικευτεί το μέτρο, η χρηματοδότηση θα πέσει αποκλειστικά στις πλάτες των γονέων με την ταμπέλα της ΤΑ, που ασφαλώς θα δηλώσει αδυναμία να καλύψει το κόστος από την κρατική επιχορήγηση και θα το μετακυλήσει στη φορολογία των δημοτών. Και πιστεύουμε ότι αργά ή γρήγορα θα φτάσουμε στο σημείο να λειτουργούν διαφορετικά ολοήμερα σχολεία, όχι εξαιτίας των ιδιαίτερων τοπικών συνθηκών, όπως λέγεται, αλλά εξαιτίας της διαφορετικής δυνατότητας που θα έχουν οι γονείς να χρηματοδοτήσουν αντισταθμιστικά προγράμματα.
Υπάρχουν όμως και άλλες κρίσιμες πλευρές του θέματος. Το πρώτο έχει να κάνει με το εκπαιδευτικό προσωπικό που θα εργάζεται στο σχολείο αυτό. Σύμφωνα με το σχεδιασμό του ΥΠΕΠΘ θα κατηγοριοποιείται στους οργανικά τοποθετημένους που θα μπορούν να εργάζονται και υπερωριακά για την κάλυψη των αναγκών του προγράμματος στους αναπληρωτές και στους ωρομίσθιους που θα καλύπτουν τα κενά, αλλά και σε άλλους ειδικούς (!) συνεργάτες- εκπαιδευτικούς που θα καλύπτουν ιδιαίτερες ανάγκες του προγράμματος. Η κατηγοριοποίηση και η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων είναι εμφανής. Αλλά όμως μπορεί να σταθεί σχολείο με επισκέπτες εκπαιδευτικούς; Εμείς απλά σας προτείνουμε: Αν θέλετε πραγματικά να δημιουργήσετε έναν πραγματικά σύγχρονο ολοήμερο σχολείο, προσλάβετε εκπαιδευτικό προσωπικό και προσωπικό μέριμνας, οργανικά ενταγμένο στο σχολείο, με πλήρη εργασιακά δικαιώματα. Προσλάβετε και τον σχολικό ψυχολόγο, τον εκπαιδευτικό πληροφορικής, το βιβλιοθηκονόμο, τον μάγειρα, τον τραπεζοκόμο, τον νοσοκόμο, τον φύλακα. Φτιάξτε επίσης και το εστιατόριο, το κλειστό γυμναστήριο, το χώρο ανάπαυσης και ψυχαγωγίας, το ιατρείο.
Ερχόμαστε και στο δεύτερο κρίσιμο θέμα, αυτό της σίτισης των μαθητών. Προβλέπεται η καθιέρωση μικρού γεύματος που θα φέρνουν οι μαθητές σε ψυγεία και θα ζεσταίνεται σε φούρνους μικροκυμάτων. Δηλαδή πρόχειρες και φτηνές λύσεις. Αλήθεια, μπορεί να αντέξει ένα μικρό παιδί μέχρι τις 5 το απόγευμα με ένα κρύο σάντουιτς; Μπορεί με τάπερ να εξασφαλιστεί ομοιόμορφη και ισοδύναμη σίτιση των παιδιών που, εκτός των άλλων, θα το διαπαιδαγωγεί στην σωστή διατροφή και θα απαλλάσσει τον οικογενειακό προϋπολογισμό από ένα βασικό έξοδο; Με αυτές τις συνθήκες οραματίζεστε να συναγωνιστεί το δημόσιο ολοήμερο σχολείο την ιδιωτική εκπαίδευση, που όπως λέτε το έχει εφαρμόσει εδώ και χρόνια;
Συγκεκριμενοποίηση του θέματος
Οι κυριότεροι λόγοι που προβάλλονται από το ΥΠΕΠΘ για την ανάγκη ύπαρξης και λειτουργίας του ολοήμερου Σχολείου είναι ν’ αντιμετωπιστούν:
Α) Τα προβλήματα φύλαξης και και ουσιαστικής μέριμνας των παιδιών, εξαιτίας της ανάγκης εργασίας των γονέων και της κρίσης του θεσμού της οικογένειας. Β) Η εκπαίδευση να άρει τις κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες παράγονται από τη δομή και την οργάνωση της κοινωνίας και να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της σχολικής αποτυχίας.
Όσον αφορά το πρώτο θα σημειώναμε ότι πράγματι το κοινωνικό πρόβλημα που επιζητά λύση είναι τεράστιο. Η οικογένεια είναι πυρηνική (ζευγάρι- παιδιά) και κατά το 80% οικονομικά ισχνή. Συνήθως και οι δυο γονείς είναι εργαζόμενοι και με την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων ο χρόνος εξόδου τους από το σπίτι έχει δραματικά επιμηκυνθεί, με αποτέλεσμα υα παιδιά μετά το σχολείο να βολοδέρνουν στους δρόμους ή να μένουν μόνα τους στο σπίτι με όλους τους κινδύνους που συνεπάγονται αυτά (ναρκωτικά, βλαβερή επίδραση της τηλεόρασης κλπ). Η αντίθεσή μας, όμως, βρίσκεται στη διαφορά αντιλήψεων. Εμείς δε διαπιστώνουμε το πρόβλημα που υπάρχει, εξαιτίας κάποιας αόρατης και άχρωμης πολιτικής, που κάποιος κάπου την υλοποιεί. Ούτε θεωρούμε ότι το σχολείο μπορεί να χάσει τον ταξικό του χαρακτήρα και να μετατραπεί σε θεσμό εξουδετέρωσης του κοινωνικού αποκλεισμού. Απλά ξανατονίζουμε ότι το ολοήμερο Σχολείο που φτιάχνεται θα προσαρμόσει τη λειτουργία του στις ανάγκες της αγοράς και, όσον αφορά τους γονείς, θα προσαρμοσθεί στις ευάλωτες εργασιακές σχέσεις τους, που τους αναγκάζουν να δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ.
Το ότι, όμως, το εκπαιδευτικό σύστημα θα άρει τις κοινωνικές ανισότητες πάει πολύ να το υποστηρίξουμε. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι η κοινωνική ανισότητα θα αναπαράγεται και θα ενταθεί μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα. Επιπλέον στοιχεία, που μας κάνουν να υποστηρίξουμε τον παραπάνω συλλογισμό, αποτελούν η γραφειοκρατική οργάνωση και δομή του σχολείου, με την ύπαρξη δύο τύπων σχολείου στη βασική εκπαίδευση (Δημοτικό- Γυμνάσιο), ο κομματισμός και η αναξιοκρατία στην επιλογή των διοικητικών και παιδαγωγικών στελεχών, η επιστροφή στον ασφυκτικό έλεγχο των εκπαιδευτικών (συστήματα αλλεπάλληλων αξιολογήσεων), η ανύπαρκτη επιμόρφωση κλπ. (Εντύπωση μας κάνει η επιμονή με την οποία στις εισηγήσεις τονίζεται ¨ο καταλυτικός ρόλος που πρέπει να παίξει και μπορεί να παίξει ο σχολικός σύμβουλος στη διαμόρφωση ενός νέου κλίματος στις σχολικές μονάδες» και ο διευθυντής, ως το «βασικό ενδιάμεσο για το πέρασμα της λογικής του Ολοήμερου Σχολείου»). Κυρίως, όμως, η κοινωνική ανισότητα, όπως συμβαίνει για δεκαετίες τώρα, περνά μέσα από το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών και της ιδεολογίας του αναλυτικού προγράμματος που φαίνεται μοναδικά κατάλληλο για τη διατήρηση της ιδεολογικής ηγεμονίας των ισχυρότερων κοινωνικών τάξεων. Η αλήθεια είναι ότι στο ολοήμερο Σχολείο, που πειραματικά εφαρμόζεται, θα συνεχιστεί η διδασκαλία αντιεπιστημονικών θεωριών στο μάθημα των θρησκευτικών, η φαινομενική ουδετερότητα της Ιστορίας, η «κοινωνική συναίνεση» της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής, η τυποποίηση της Γλώσσας, ο φορμαλισμός των Μαθηματικών, η στερεοτυπία της Μελέτης και των Φυσικών. Όσον αφορά τις οδηγίες που δίνονται για το ωρολόγιο πρόγραμμα, μας δημιουργείται η εντύπωση ότι επανερχόμαστε στην αντιπαιδαγωγική θέση των βασικών και δευτερευόντων μαθημάτων. Το θέμα για μας, δεν είναι να βάλουμε τη Γλώσσα και τα Μαθηματικά στην πρωινή ζώνη και να στριμώξουμε τη Γυμναστική, τα Καλλιτεχνικά, το Θεατρικό Παιχνίδι και τη Μουσική στο τέλος του προγράμματος, για να πούμε ότι φτιάξαμε το Ολοήμερο Σχολείο. Ούτε θεωρούμε την ενισχυτική διδασκαλία ως ένα διαρκές φροντιστήριο, που στιγματίζει ανεπανόρθωτα το «μορφωτικά στερημένο παιδί». Αντίθετα, αποδίδουμε ίση σημασία σε κάθε γνωστικό αντικείμενο, γιατί η γνώση δεν κομματιάζεται σε βασική και δευτερεύουσα, αλλά παρουσιάζεται ως ενιαία και πολυδύναμη. Αν, όμως, θα θέλαμε να συμφωνήσουμε και σε κάτι που προτείνεται, θα λέγαμε, ότι πράγματι θα πρέπει να παρθούν υπόψη στην καθημερινή δράση- πράξη, τα σύγχρονα πορίσματα των Επιστημών της Αγωγής, κυρίως όσον αφορά τη δυναμική της ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας, την αξιολόγηση, όχι μόνο της επίδοσης, αλλά και της προσπάθειας του μαθητή κλπ. Αν, όμως, είστε συνεπείς με αυτό που λέτε και εμείς συμφωνούμε, προχωρήστε στην ουσιαστική επιμόρφωση των δασκάλων και σταματήστε το αίσχος της «εξομοίωσης», που αποτελεί έτσι όπως γίνεται, «μαύρη σελίδα» για τα εκπαιδευτικά τεκταινόμενα στη χώρα μας. Δε δεχόμαστε, επίσης, τον ισχυρισμό ότι σκοπός του ολοήμερου Σχολείου είναι η ανάπτυξη της «κριτικής σκέψης» των μαθητών, γιατί γνωρίζουμε εδώ και δεκαετίες από την Ιστορία της Εκπαίδευσης ότι η ύπαρξη ενός συγκεκριμένου ελέγχου, που ασκείται διά μέσου του σχολικού μηχανισμού, αποσκοπεί κυρίως στον αποκλεισμό της κριτικής αντιμετώπισης του παρόντος με την αναγωγή του παρελθόντος σε απόλυτη αξία. Απλά, τώρα το μόνο καινούριο που προστίθεται είναι ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της «ισχυροποίησης της εθνικής μας ταυτότητας, παράλληλα με την καλλιέργεια της συνείδησης του Ευρωπαίου Πολίτη». Και κριτική σκέψη που να συμβαδίζει με την περίφημη «Ευρωπαϊκή Διάσταση της Εκπαίδευσης» δεν μπορεί να υπάρξει, πόσο μάλλον μετά τη στάση και το ρόλο που έπειξεη Ευρωπαϊκή Ένωση στον πόλεμο στα Βαλκάνια.
Σε ποιες, όμως, συνθήκες συντελείται αυτή η διαδικασία; Αρκεί μόνο το γκρέμισμα ορισμένων ντουβαριών και ο χρωματισμός του χώρου σε κατάλληλες αποχρώσεις, για να πούμε ότι δημιουργούνται οι κατάλληλες αποχρώσεις, για να πούμε ότι δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για να λειτουργήσει ένα σχολείο, που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις; Πράγματι, στις οδηγίες προς τους διευθυντές των Πειραματικών Ολοήμερων Σχολείων προβλέπονται πολλά θετικά στοιχεία, που δύσκολα μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει, όπως πχ. η διευθέτηση των χώρων και η δημιουργία κατάλληλης παιδαγωγικής ατμόσφαιρας μέσα στη σχολική τάξη ή ο εφοδιασμός κατάλληλου εποπτικού υλικού για μαθητές, το δάσκαλο και τις ανάγκες του προγράμματος. Όπως επίσης γίνεται προσπάθεια να εξασφαλιστούν αίθουσες, που θα φιλοξενήσουν τα ειδικά μαθήματα (μουσική, καλλιτεχνικά, εργαστήρια κλπ.). Μπορείτε, όμως, να διασφαλίσετε την επάρκεια και τη λειτουργικότητα των χώρων στα υπάρχοντα σχολεία, για την ποιοτική αναβάθμιση της λειτουργίας του σχολείου, χωρίς να μειώσετε τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη και χωρίς να χτίσετε καινούρια και ασφαλή κτίρια; Αυτά τα διατυπώνουμε, αν και γνωρίζουμε ότι από μόνη της η προσφορά καλύτερης υλικοτεχνικής υποδομής δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα της άνισης επίδοσης στο σχολείο, επίδοση, που όπως λέτε, θέλετε να αντιμετωπίσετε, διότι η κοινωνικά καθορισμένη άνιση επίδοση στο σχολείο επιβιώνει και μετά την άρση των ατομικών και κοινωνικών εμποδίων. Γι’ αυτό το λόγο, συνηθίζουμε να συνδέουμε την πάλη για την αλλαγή του περιεχομένου και της λειτουργίας του σχολείου, όχι με μικροβελτιώσεις και μπαλώματα αλλά με τον αγώνα για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μας.
Πιστεύουμε, όμως, ότι, πέρα από τις δικές μας διαπιστώσεις και τις κριτικές παρατηρήσεις (και ίσως πολλών, πού καλοπροαίρετα συμμετέχουν στα Πειραματικά Ολοήμερα Σχολεία), η υπόθεση της δημιουργίας ενός σύγχρονου σχολείου είναι υπόθεση πρώτα από όλα του λαϊκού κινήματος, των γονιών, των δασκάλων και των μαθητών, που πρέπει να παλέψουν μέσα από τους συλλόγους τους, για να φτιαχτεί ένα σχολείο αντάξιο των προσδοκιών τους.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αποχαιρετιστήρια ομιλία στους μαθητές της ΣΤ΄ τάξης

Οργανικός και Λειτουργικός Αναλφαβητισμός: Εννοιολογικοί προσδιορισμοί

Ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ για παιδιά στα σχολικά εγχειρίδια. Ερμηνευτική και διδακτική προσέγγιση στο ποίημα της ΣΤ΄ τάξης "Οι Χτίστες". Nazim Hikmet's poems for children in school textbooks. Interpretative and didactic approach in the sixth grade poem by "Builders"