O ρόλος του εκπαιδευτικού για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών και η συνεργασία του με την τοπική κοινωνία

Ανακοίνωση στο Συνέδριο του Εθνικού Συμβουλίου κατά των Ναρκωτικών (Ε.ΣΥ.Ν.) στις 28 Απρίλη του 2000 στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων με θέμα την πρωτογενή πρόληψη.

Αγαπητοί φίλοι και φίλες
Αν δεχτούμε πως το πρόβλημα των Ναρκωτικών έχει μια ιδιαίτερη σημασία για κάθε εποχή και αποτελεί και σήμερα ένα από τα πιο οξυμένα κοινωνικά προβλήματα, τότε πρέπει να δεχτούμε ότι το σχολείο αποτελεί τον κυριότερο φορέα που επωμίζεται το καθήκον για μια αποτελεσματική πολιτική πρόληψης του φαινομένου αυτού. Κι αυτή η διαπίστωση γίνεται προκαταβολικά για δυο κυρίως λόγους. Πρώτον, διότι το σχολείο (και το εκπαιδευτικό σύστημα εν γένει) εξακολουθεί να αποτελεί τον κατεξοχήν κοινωκοποιητικό θεσμό και δεύτερον αποτελεί το χώρο μέσα στον οποίο ο νέος άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τις τοξικοεξαρτησιακές ουσίες και με τα «κυκλώματα των ναρκωτικών». Επόμενα από το ίδιο το περιεχόμενο και την ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος μιας χώρας εξαρτώνται πολλά. Εκ των πραγμάτων όμως πρέπει να δεχτούμε τον κρίσιμο ρόλο που κατέχει στη σχέση αυτή ο ίδιος ο εκπαιδευτικός, ο δάσκαλος της κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας, καθώς από αυτόν εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό, η κοινωνική, η γνωστική και η ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του νέου ανθρώπου.
Χρησιμοποιούμε τον όρο εκπαιδευτικό, τόσο για τους διδάσκοντες στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση όσο και για αυτούς της δευτεροβάθμιας. Τον επιλέγουμε εξαιτίας της σχέσης που έχουν με την εκπαίδευση και γιατί ανεξάρτητα από το περιεχόμενο και τον τρόπο της διδασκαλίας που ακολουθείται, εμπλέκει την έννοια μιας γνώσης προς μετάδοση. Και πιστεύω ότι σε αυτό το σημείο τίθεται και το κρίσιμο πρόβλημα που μας απασχολεί, του ρόλου δηλ του εκπαιδευτικού για την προστασία των νέων από τη μάστιγα των ναρκωτικών, αλλά και για άλλα σοβαρά προβλήματα που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια της σχολικής ζωής. Ποιο είναι δηλαδή το περιεχόμενο της γνώσης που καλείται ο εκπαιδευτικός, να μεταδώσει στα παιδιά, ποια η κοινωνική χρηστικότητά της και εν τέλει τι είδους άνθρωπο θέλει με αυτή τη γνώση να διαπλάσει.
Θεωρούμε όμως εξαρχής απαραίτητο να σημειώσουμε, ότι στη καθημερινή εκπαιδευτική διαδικασία και στην οργάνωση της σχολικής ζωής, παρουσιάζονται ένα πλήθος εξωγενών παραγόντων με τα οποία ο εκπαιδευτικός έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος και καλείται πολλές φορές να δώσει λύσεις χωρίς να έχει τις απαραίτητες γνώσεις για μια ολοκληρωμένη και σε βάθος προσέγγιση και ουσιαστική παρέμβαση. Αναφερόμαστε στο μέγεθος και την έκταση των λεγόμενων εξωσχολικών προβλημάτων που παρουσιάζονται καθημερινά στην εκπαιδευτική διαδικασία, επηρεάζοντας όχι μόνο τη σχολική επίδοση των μαθητών αλλά και όλη την «εν γένει» συμπεριφορά τους.
Τα Ναρκωτικά ασφαλώς, παρουσιάζονται ως το κατεξοχήν ένα πρόβλημα. Στις σχετικές έρευνες που παρουσιάστηκαν το τελευταίο διάστημα, το 14% των μαθητών ηλικίας 15-16 χρόνων έχουν δοκιμάσει τουλάχιστον μια φορά κάνναβη, ενώ το 65% απάντησε ότι είναι πολύ εύκολο να την προμηθευτούν σε οποιοδήποτε μέρος και το 18% δήλωσε ότι υπάρχει η ίδια ευκολία ακόμα και στο χώρο του σχολείου. Επίσης το 5% κάνει χρήση ηρεμιστικών και υπνωτικών χαπιών χωρίς τη συνταγή του γιατρού, ενώ το ποσοστό των εισπνεόμενων διαλυτών ξεπερνά το 10%.
Το κάπνισμα και το αλκοόλ επίσης, παίρνουν ανησυχητικές διαστάσεις. Το 26% των μαθητών καπνίζουν περισσότερα από επτά τσιγάρα την ημέρα και ένας στους τρεις δοκιμάζει το πρώτο του τσιγάρο στην ηλικία των 13 ετών, ενώ το 15% των μαθητών καταναλώνουν αλκοόλ πάνω από δέκα φορές το μήνα.
Όμως και φαινόμενα «κοινωνικής παθογένειας» κάνουν την εμφάνισή τους στο χώρο του σχολείου, με ανησυχητικές μάλιστα διαστάσεις, όπως για παράδειγμα αυτά που περιγράφονται με τον όρο «νεανική παραβατικότητα» (μικροκλοπές, σύσταση «μικροσυμμοριών», βία, ομάδες «χουλιγκάνων») αλλά και άλλων προβλημάτων που εισέρχονται στο χώρο του σχολείου ως «αθέατες» πλευρές της κοινωνικής πραγματικότητας και παρόλη τη μικρή έκτασή τους επηρεάζουν την ψυχοσυναισθηματική ισορροπία του παιδιού και την όλη εκπαιδευτική διαδικασία (με το 15% των παιδιών να δέχονται σοβαρές σωματικές τιμωρίες και 220 παιδιά να χρειάζονται ακόμη και νοσηλεία πολλών ημερών λόγω αυτής της κακοποίησης, η σεξουαλική κακοποίηση μικρών παιδιών και εφήβων-παιδεραστία, το έιτζ). Θέματα βέβαια που τα αδηφάγα ΜΜΕ σκόπιμα μεγαλοποιούν αποκόπτοντάς τα από τις πραγματικές διαστάσεις και τις αιτίες που τα γενούν.
Σημαντική θέση κατέχουν επίσης και οι δημογραφικές και κοινωνικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην ίδια τη δομή της κοινωνίας, επηρεάζοντας καθοριστικά την εμφάνιση και εξάπλωση φαινομένων όπως τα ναρκωτικά, με κυριότερη από αυτές την αλλαγή στη δομή της οικογένειας . Τόσο το πέρασμα από την ευρεία στην πυρηνική οικογένεια, (οικογένειες δηλαδή χωρίς τη γιαγιά και τον παππού και χωρίς δεύτερο παιδί- αδερφή / ό), όσο και η μονογονεϊκή οικογένεια (που παρουσιάζεται ύστερα από το χωρισμό των δύο συζύγων είτε ως αυτοτελής οικογενειακή δομή) έχουν ως αποτέλεσμα το αδυνάτισμα των συνεκτικών δεσμών που αναπτύσσονταν μέχρι τώρα (αλληλεγγύη και συμπαράσταση των ενηλίκων προς τους ανήλικους, πρωτογενής κοινωνικοποίηση και την εμφάνιση γενικευμένων φαινομένων γονεϊκής αμέλειας ή γονεϊκής υπερπροστασίας). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι γονείς και οι στενοί συγγενείς των ναρκομανών δεν είχαν ουσιαστική επιμέλεια του παιδιού τους, ενώ αργότερα δήλωναν ότι αρχικά δεν γνώριζαν το πρόβλημα που αντιμετώπιζε το παιδί τους και εν συνεχεία, όταν το πρόβλημα γινόταν φανερό, εξεδήλωναν την αδυναμία τους για τον τρόπο και τις κινήσεις που έπρεπε να κάνουν για να του συμπαρασταθούν και να το βοηθήσουν αποτελεσματικά.
Μην παραλείπουμε όμως και μια σειρά άλλους παράγοντες που συνεισφέρουν στο να «μεταφέρονται» από τα παιδιά στο χώρο του σχολείου, τα προβλήματα, τα αδιέξοδα και οι αντινομίες της κοινωνίας μας, επηρεάζοντας σε σημαντικό βαθμό την συναισθηματική καλλιέργεια και ισορροπία του νέου ανθρώπου. Για παράδειγμα, οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης, πρωτίστως οικονομικές, το μηνιάτικο που δε φτάνει, η απόλυση του πατέρα και η εγγραφή του στο ταμείο ανεργίας, το μεγάλο κόστος για τα φροντιστήρια που δεν καλύπτεται, μια ερωτική απογοήτευση, αλλά και άλλα προβλήματα που λειτουργούν ανασταλτικά, όπως η ψυχολογική πίεση που υφίστανται τα παιδιά από την ανίατη ασθένεια ή την ξαφνική απώλεια ενός αγαπημένου συγγενικού προσώπου, την καταδίκη και τον εγκλεισμό κάποιου άλλου στη φυλακή κτλ..
Έχουμε άραγε σκεφτεί, αγαπητοί συνάδελφοι, τι «κουβαλούν» καθημερινά οι μαθητές μας στο σχολείο; Ποιες είναι δηλαδή, εκείνες οι κοινωνικές συντεταγμένες πάνω στις οποίες οικοδομούνται καθημερινά και λίγο -λίγο, τα «προσωπικά» αδιέξοδα, με αποτέλεσμα οι νέοι άνθρωποι να κλείνονται στον εαυτό τους και αργότερα να οδηγούνται σε τάσεις φυγής; Και πόσο σημαντικό ρόλο παίζει όχι το απρόσωπο σχολείο (με τον έτσι κι αλλιώς καταπιεστικό και επιλεκτικό-ταξικό ρόλο που επιτελεί), αλλά ο ίδιος ο δάσκαλος, που από την κουβέντα του, τη συμβουλή του και την συμπαράστασή του, εξαρτώνται πάρα πολλά, για το αν ένας έφηβος ακολουθήσει το δρόμο της φυγής και της υποχώρησης ή αντίθετα βρει τις δυνάμεις για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το όποιο πρόβλημα παρουσιάζεται μπροστά του;
Αν αναγνωρίσουμε, επομένως, ότι τα παραπάνω επηρεάζουν με τον ένα άλλο τρόπο τη προσωπικότητα του παιδιού και του εφήβου και αποτελούν το έδαφος πάνω στο οποίο θα «γεννηθούν» οι όποιες «παρεκκλίσεις», όπως η χρήση ναρκωτικών ουσιών, αντικειμενικά τίθεται το ζήτημα για το τι κάνει ο ίδιος ο εκπαιδευτικός στην κατεύθυνση της ουσιαστικής αντιμετώπισης του προβλήματος. Πόσο μάλλον που οι σχετικές έρευνες έχουν καταγράψει τις απόψεις των μαθητών σύμφωνα με τις οποίες, δεν απαιτείται από τα νέα παιδιά τόσο η επαρκής ενημέρωση πχ. για το πρόβλημα των ναρκωτικών που μας απασχολεί, τις παρενέργειες και τις μορφές εξάρτησης (αυτό συμβαίνει σε κάποιο βαθμό), αλλά μια άλλη λειτουργία του σχολείου και της εκπαιδευτικής διαδικασίας που θα δίνει διέξοδο και νόημα στα ενδιαφέροντα, στις ανησυχίες και στους προβληματισμούς τους.

Ποιος είναι όμως ο ρόλος του εκπαιδευτικού ως προσωπικότητα μέσα στο σχολείο και ποια πρέπει να είναι η σχέση του με το μορφωτικό αγαθό και η συμβολή του στην κοινωνικοποίηση των νέων ανθρώπων;
Ο εκπαιδευτικός, θεωρείται ο κατεξοχήν ένας παράγοντας αγωγής των νέων ανθρώπων. Αυτό προκύπτει άλλωστε από πρόσφατες έρευνες όπου οι πολίτες θέτουν την εκπαίδευση στις υψηλότερες βαθμίδες των προσδοκιών τους, σε αντίθεση βέβαια με τις εφαρμοζόμενες εκπαιδευτικές πολιτικές όπου αμφισβητούνται τόσο οι διακηρύξεις όσο και οι πρακτικές που ακολουθούνται, καθώς είναι ορατό και διαπιστωμένο ότι ο ταξικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης αποβάλλει από πολύ νωρίς τη μεγάλη μάζα των νέων ανθρώπων, χρεώνοντάς τους μάλιστα την αποτυχία αυτή ως έλλειψη προσωπικών ικανοτήτων και στιγματίζοντάς τους ανεπανόρθωτα ως αποτυχημένους.
Ο εκπαιδευτικός όμως γνωρίζει ότι η αγωγή των νέων ανθρώπων είναι μια πολυσύνθετη διαδικασία που τα στοιχεία που την αποτελούν καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό την ανάδειξη, την εξέλιξη και τη μορφοποίηση των ψυχοφυσικών τους ικανοτήτων. Γνωρίζει ότι δεν πρέπει να απευθύνεται στη γνωστική ικανότητα και μόνο των παιδιών και των εφήβων αλλά στο σύνολο της προσωπικότητάς τους, με στόχο την ολόπλευρη ανάπτυξη και καλλιέργειά της.
Είναι γνωστό άλλωστε, ότι τη μορφωτική διαδικασία, συλλαμβάνοντάς την αφαιρετικά, μπορούμε να την εντάξουμε σε δυο βασικούς άξονες: α) Τον εκπαιδευτικό δηλαδή αυτόν που βρίσκεται σε κατάσταση υπεροχής από πνευματική, ψυχική και σωματική άποψη και β) τον εκπαιδευόμενο δηλαδή τον ανήλικο άνθρωπο που δέχεται τα ερεθίσματα, τις ενέργειες και το περιεχόμενο αυτής της διαδικασίας και ταυτόχρονα με τη σειρά του την επηρεάζει, εφόσον αυτή κατευθύνεται στα συγκεκριμένα ψυχονοητικά και γνωστικά χαρακτηριστικά της ηλικίας του, στα ιδιαίτερα, ατομικά του χαρακτηριστικά. Άλλωστε, από τους κλασικούς της αρχαιότητας (Πλάτωνας, Αριστοτέλης) η έννοια της παιδαγωγικής αυθεντίας, της αυθεντίας του εκπαιδευτικού, περικλείει την ουσία αυτής της σχέσης. Η αυθεντία του εκπαιδευτικού δεν πρέπει όμως να εκλαμβάνεται ως αυταρχική επιβολή της προσωπικότητάς του και των γνώσεων και αξιών που αυτή μεταφέρει, ούτε βέβαια ως αδιαμφισβήτητη υπεροχή του ενήλικου προσώπου, του μορφοποιημένου ατόμου προς την «εν δυνάμει» προσωπικότητα.
Η πειθώ του εκπαιδευτικού και η δυνατότητά του να μεταδίδει αυτά για τα οποία είναι εντεταλμένος να μεταδώσει δεν πρέπει να εξαρτώνται από μια σχέση που στηρίζεται στη μη αμφισβήτηση της κατοχής της απόλυτης αλήθειας από τον εκπαιδευτικό, αλλά από τη γνώση και το σεβασμό της προσωπικότητας και των ικανοτήτων του παιδιού στη συγκεκριμένη φάση της ανάπτυξής του.
Ο εκπαιδευτικός, έχοντας συναίσθηση αυτής της σχέσης, πρέπει να πληρεί ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά ως προσωπικότητα, τόσο για το καθαρά γνωστικό αντικείμενο και τον τρόπο διδασκαλίας μέσα στο μάθημα, όσο και για την «εν γένει» παρουσία του μέσα στο σχολείο. Να είναι ένα κοινωνικά προσανατολισμένο άτομο που να βλέπει την αποστολή του όχι ως μια απλή τεχνοκρατική διεκπεραίωση κάποιων καθηκόντων, δηλ έναν απλό αναμεταδότη της σχολικής γνώσης που θα εξαντλεί την παρουσία του στο ρόλο του εξεταστή – επιτηρητή, αλλά ως μια προσωπικότητα που να εμπνέει και να καθοδηγεί τα νέα παιδιά στην δημιουργική αφομοίωσή της αλλά και στη κριτική αμφισβήτησή της. Απαιτείται όμως και η οργανική διασύνδεση της γνώσης με την πραγματικότητα, με το «κοινωνικό γίγνεσθαι», μέσα και έξω από το χώρο του σχολείου, με την ανάδειξη της ισότιμης και δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών που αναπτύσσονται στο εκπαιδευτικό σύστημα ως μια βασική συνιστώσα της, με στόχο την κατανόηση αυτής της πραγματικότητας στη διαλεκτική της διάσταση. Και αν αποδεχτούμε ότι η παιδαγωγική αρχή της «μάθηση με μίμηση» εξακολουθεί να κατέχει ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη Παιδαγωγική, τότε το Παράδειγμα του εκπαιδευτικού αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Ο εκπαιδευτικός, συμμετέχοντας ουσιαστικά στην οργάνωση και τη διεύθυνση της σχολικής μονάδας και στα όργανα διοίκησης του σχολείου με σκοπό τη δημοκρατική τους λειτουργία και την εξασφάλιση των προϋποθέσεων για την ισότιμη και ουσιαστική παρέμβαση των εκπροσώπων των μαθητών και πρωτοστατώντας στο να λύνονται τα όποια προβλήματα παρουσιάζονται στην καθημερινή λειτουργία του σχολείου, μέσα σε πνεύμα κατανόησης των αιτιών που τα δημιουργούν και μακριά από αυταρχικές λύσεις, όπως η ποινή της αποβολής, λειτουργεί ως πρότυπο για μίμηση.
Ταυτόχρονα και υπερβαίνοντας το στενά καθορισμένο πλαίσιο της κοινωνικογνωστικής μάθησης ο ρόλος του γίνεται απείρως πιο ουσιαστικός όταν επιδιώκει την ουσιαστική επικοινωνία με τους εκπροσώπους των γονέων για την επίλυση των προβλημάτων που ανακύπτουν καθημερινά, τονίζοντάς τους ότι ο ρόλος τους δεν είναι συμπληρωματικός κάποιας υπηρεσίας και αντί να βάζουν το χέρι στην τσέπη, προτιμότερο είναι να διεκδικήσουν την επίλυσή τους από τους αρμόδιους φορείς. Να επιδιώκει όμως να συζητά με ειλικρίνεια και με τον κάθε γονέα χωριστά, όχι τις διαπιστωμένες και κοινότοπες παρατηρήσεις για το παιδί, «πάει ή δεν πάει καλά», «καλός είναι, απαιτείται περισσότερη προσπάθεια», αλλά να επιδιώκει μια ουσιαστική σχέση, για το τι προβλήματα αντιμετωπίζει το παιδί τους στη καθημερινή μαθησιακή διαδικασία και να βρουν από κοινού τρόπους επίλυσής τους. Πόσο μάλλον που διαπιστώνεται από πολλές πλευρές το γεγονός ότι οι γονείς όσων παιδιών παρουσιάζουν προβλήματα, όπως αυτό της εμπλοκής με τα ναρκωτικά, σπάνια έρχονται στο σχολείο για επικοινωνία με τους καθηγητές του παιδιού τους και επόμενα αναδεικνύεται το πόσο σημαντικό είναι να επιδιώκεται από την πλευρά του εκπαιδευτικού αυτή η συνεργασία, παρόλο που είναι εκ των προτέρων γνωστές οι επιμέρους δυσκολίες που παρουσιάζονται. Δυσκολίες που έχουν να κάμουν με το ότι οι γονείς δε βρίσκονται στο σπίτι λόγω της δεύτερης και τρίτης δουλειάς που κάνουν ή την άρνηση να παραδεχτούν ότι το δικό τους παιδί αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα ή , επίσης, της γενικής αδιαφορίας τους που βέβαια εξηγούνται με όρους κοινωνιολογικούς, γιατί δηλαδή επιλέγουν μια τέτοια στάση.

Ο εκπαιδευτικός επίσης, πρέπει να δείξει εμπιστοσύνη και σεβασμό στη θεσμοποιημένη εκπροσώπηση των μαθητών μέσα από το θεσμό των μαθητικών συμβουλίων, (με αυτήν έστω την περιορισμένη οριοθέτηση για το πλαίσιο δράσης τους), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε θα λεει με σαφήνεια τη γνώμη του, που συμφωνεί και που διαφωνεί με τις αποφάσεις των μαθητών και πώς αυτές μπορούν πράγματι να υλοποιηθούν. Χρειάζεται όμως να αποδεικνύει έμπρακτα, με το δικό του παράδειγμα, με τη συμμετοχή και τη δραστηριοποίηση του στην τοπική ΕΛΜΕ ή στον τοπικό Διδασκαλικό Σύλλογο, ότι η επίλυση των πραγματικών προβλημάτων της εκπαίδευσης στην κατεύθυνση της λειτουργίας ενός πραγματικά δημόσιου και δωρεάν σχολείου, δεν αποτελεί υπόθεση μόνο των μαθητών ή των καθηγητών αλλά πρέπει να είναι, αποτέλεσμα της συλλογικής δράσης των μαθητών, των καθηγητών, των γονέων και των φορέων των εργαζομένων. Αυτός πιστεύω ότι είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την ενεργητική κοινωνικοποίηση των νέων ανθρώπων και αποτελεί την ασφαλέστερη δικλείδα για να θωρακιστεί ο νέος από τα ναρκωτικά. Να βρίσκεται δηλαδή ο μαθητής, μέσα σε ένα δίκτυο σχέσεων που να καλύπτουν τις ψυχικές, συναισθηματικές, πνευματικές και πρώτα και κύρια τις σωματικές και βιολογικές του ανάγκες και κατά συνέπεια να είναι ένα πνευματικά προσανατολισμένο αλλά και ταυτόχρονα ένα αυτόνομο και αύταρκες άτομο.
Άρα ο ρόλος του εκπαιδευτικού και ειδικά στην ελληνική κοινωνία, που όπως αναφέραμε παραπάνω η εκπαίδευση και ο εκπαιδευτικός αποτελούν το σημαντικότερο ίσως τομέα προσδοκιών των λαϊκών στρωμάτων για την επίτευξη μιας καλύτερης ζωής, θεωρείται και είναι πολύ σημαντικός.

Συνεργασία του εκπαιδευτικού με την τοπική κοινωνία
Ο εκπαιδευτικός, πρέπει να πρωτοστατήσει στην προσπάθεια σύνδεσης της σχολικής κοινότητας με την ευρύτερη τοπική κοινωνία, στην ανάδειξη της ιστορίας της και του τρόπου λειτουργίας της, με στόχο οι μαθητές του να δείχνουν πραγματικό ενδιαφέρον για την επίλυση των καθημερινών προβλημάτων. Η βιομηχανία που ρυπαίνει, οι κεραίες της κινητής τηλεφωνίας που τοποθετούνται χωρίς τις απαραίτητες μελέτες, το κυκλοφοριακό πρόβλημα αλλά και το πρόβλημα της ανεργίας που αντιμετωπίζουν οι γονείς των μαθητών και θα το αντιμετωπίσουν και οι ίδιοι οι μαθητές ως αυριανοί εργαζόμενοι, το ασφαλιστικό που βρίσκεται στην επικαιρότητα, αποτελούν θέματα με τα οποία μπορούν να ασχοληθούν οι μαθητές ενός σχολείου και να αναδείξουν τις πραγματικές αιτίες που τα γεννούν και ο εκπαιδευτικός να παίξει τον πραγματικό του ρόλο, αυτό του καθοδηγητή σε αυτή τους την προσπάθεια.
Στα πλαίσια αυτό θα αναπτύσσονται δράσεις – πράξεις των μαθητών που θα συνδέουν το περιεχόμενο της σχολικής γνώσης με την κοινωνική πραγματικότητα. Και έχω τη γνώμη ότι ένας τέτοιος προσανατολισμός αποτελεί το καλύτερο μάθημα, αλλά και το καλύτερο φάρμακο για την αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων, όπως αυτό των ναρκωτικών. Άλλωστε και η ίδια η έννοια της κοινωνικής πράξης έχει τη σημασία συγκεκριμένης δράσης που προσανατολίζεται στη διαντίδραση με τη συμπεριφορά των άλλων ατόμων, σε αντίθεση βέβαια με τη σχολική επίσημη γνώση (που εκπορεύεται από τους φανερούς και κρυφούς σκοπούς των αναλυτικών προγραμμάτων) που επιδιώκει σαν τελικό σκοπό της εκπαίδευσης, σε αντίθεση βέβαια με τις μεγαλόστομες διακηρύξεις για κριτική γνώση), την υιοθέτηση στάσεων και συμπεριφορών που είτε να μένουν απλά «στοχαστικές», είτε να εξαντλούνται σε περιγραφικές αναφορές των προβλημάτων. Πράξεις δηλαδή, δίχως την αξιολογική και σκόπιμη δράση που να στρέφει την έννοια της κοινωνικής πρακτικής σε ανώδυνα και συναινετικά πλαίσια. Ενδεικτικό είναι για παράδειγμα το περιεχόμενο του μαθήματος της Ιστορίας, που στην καλύτερη περίπτωση είναι μάθημα «πολεμικής ιστοριογραφίας» ή «Ιστορία προσωπικοτήτων).
Στα πλαίσια αυτά μπορούν οι μαθητές ενός σχολείου με την βοήθεια του δασκάλου τους να εκδώσουν τη δική τους εφημερίδα ή το δικό τους περιοδικό που να αναδεικνύουν παράλληλα με τα «δικά τους» προβλήματα, και τα προβλήματα της γειτονιάς τους. Ή επίσης να κάνουν τη δική τους δημιουργική – συνθετική εργασία όπου θα διαπραγματευτούν το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις, θα προτείνουν λύσεις και θα επιδιώξουν να βρουν τους τρόπους να ανακοινώσουν τα συμπεράσματά τους στην τοπική κοινωνία (ανακοίνωση μέσα από μια εκδήλωση και από τις ιστοσελίδες τις διαδικτύου, κτλ.) Με αυτό τον τρόπο θα έρθουν σε επαφή με την καθημερινή πραγματικότητα, την πολυπλοκότητά της και πιστεύω ότι έτσι θα κατανοείται καθημερινά από τα ίδια τα παιδιά, ότι η έννοια πχ. της «σύγκρουσης» δεν είναι μια έννοια που αναφέρεται σε άλλα μεγέθη (σε ιστορικά γεγονότα, πολεμικές επιχειρήσεις, ίσως να έχουν ακούσει και για τη σύγκρουση των κοινωνικών τάξεων κτλ.) αλλά στη διαπάλη με τα «μικροσυμφέροντα» που αναπτύσσονται σε τοπικό επίπεδο και της αναγωγής τους στα γενικότερα πλαίσια λειτουργίας της κοινωνίας. Πάνω στα δικά τους προβλήματα στις δικές τους εμπειρίες, να οριοθετήσουν οι ίδιοι το δίκαιο και το άδικο στις πραγματικές τους διαστάσεις, μέσα από τις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις και τι αλληλοαναιρέσεις της καθημερινότητας..
Στο σημείο αυτό νομίζω ότι έχει σημασία να επισημάνουμε τη διαφορετική μας προσέγγιση από τα δεκάδες προγράμματα και δράσεις που αναπτύσσονται και λειτουργούν στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καλύπτονται από τον τίτλο «προγράμματα καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού»
Οι δράσεις αυτές, αν και δεν αναφέρονται άμεσα με το θέμα που εξετάζουμε, δηλαδή της πρόληψης από τη μάστιγα των ναρκωτικών, (αναφέρονται περισσότερο σε οικονομικά μεγέθη με σκοπό τους νέους όρους αναπαραγωγής και καταλήστευσης της εργατικής δύναμης), αναπτύσσουν μια φιλοσοφία, ιδιαίτερα επικίνδυνη θα σημείωνα καθώς εκλαμβάνονται μέσα από την ανάπτυξη των λεγόμενων «τοπικών εταιρικών σχέσεων» δηλαδή ενός οργανωτικού σχήματος που κινητοποιεί τις λεγόμενες «ενδιαφερόμενες» ομάδες. Δηλ κάθε κοινωνικό πρόβλημα απασχολεί ορισμένες ομάδες του πληθυσμού (τους άνεργους και ιδιαίτερα τους μακροχρόνιους, τις γυναίκες, τα ΑΜΕΑ, τους εξαρτημένους και τους απεξαρτημένους από τα ναρκωτικά, τους αποφυλακισμένους).Έτσι και για το πρόβλημα των ναρκωτικών που μας ενδιαφέρει, να κινητοποιηθούν τα ίδια τα θύματα, άντε και οι γονείς τους, που με τη βοήθεια των ειδικών θα βρουν τις κατάλληλες λύσεις αντιμετώπισης του προβλήματος και της ενσωμάτωσής τους στην κοινωνία. Για το πρόβλημα των ναρκωτικών βέβαια(βλ. προγράμματα μεθαδόνης κτλ.). Αυτό που όμως απορρίπτεται εξαρχής είναι η ίδια η φιλοσοφία αυτής της πρακτικής . Δεν υπάρχουν προβλήματα αυτής ή της άλλης κατηγορίας. Τα κοινωνικά προβλήματα όπως το πρόβλημα των ναρκωτικών είναι προβλήματα συνολικά της κοινωνίας και έτσι πρέπει να ειδωθούν τα περιεχόμενα των επιμέρους δράσεων. Δεν υποστηρίζουμε την κινητοποίηση ενός περιορισμένου φάσματος δυνάμεων που εμπλέκονται με το πρόβλημα των ναρκωτικών αλλά την κινητοποίηση όλης της κοινωνίας. Και νομίζω ότι στο σημείο αυτό καταδεικνύεται το πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του εκπαιδευτικού.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αποχαιρετιστήρια ομιλία στους μαθητές της ΣΤ΄ τάξης

Οργανικός και Λειτουργικός Αναλφαβητισμός: Εννοιολογικοί προσδιορισμοί

Ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ για παιδιά στα σχολικά εγχειρίδια. Ερμηνευτική και διδακτική προσέγγιση στο ποίημα της ΣΤ΄ τάξης "Οι Χτίστες". Nazim Hikmet's poems for children in school textbooks. Interpretative and didactic approach in the sixth grade poem by "Builders"