Πλευρές από το επιστημονικό έργο του μαρξιστή παιδαγωγού Γ. Κ. Μωραϊτη

(Αποσπάσματα από την τιμητική εκδήλωση της ΠΕΑΦΕ στις 24-4-2012) (Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών καιΦίλων της ΕΠΟΝ) Σύντομα βιογραφικά στοιχεία Ο Γιώργος Μωραΐτης γεννήθηκε στις 26 Ιούνη 1925 στο Αιτωλικό του Μεσολογγίου. Εντάχθηκε από τα μαθητικά του χρόνια στο EAM και στην ΕΠΟΝ και το 1943 στο ΚΚΕ. Ο Γ. Μωραΐτης αποτέλεσε μια εξέχουσα προσωπικότητα και η συμμετοχή του στους αγώνες του μαζικού - λαϊκού κινήματος τον έφερε σε επαφή με μεγάλες προσωπικότητες και δασκάλους, όπως την Ρόζα και τον Γιάννη Ιμβριώτη, τον Κώστα Σωτηρίου, τον Μ. Τριανταφυλλίδη, τον Χ. Θεοδωρίδη, τον Π. Λεκατσά, τον Γ. Κορδάτο, το έργο των οποίων, επάξια και με συνέπεια συνέχισε. Δραστηριοποιήθηκε στο χώρο των ιδιωτικών εκπαιδευτικών και από το 1976 ήταν υπεύθυνος του Τμήματος μελέτης Εκπαιδευτικών Προβλημάτων του ΚΜΕ. Το πλούσιο συλλογικό και συγγραφικό του έργο, ανέδειξε κρίσιμα ζητήματα της νεοελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού εκπαιδευτικού κινήματος. Μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ και του ΚΜΕ προχώρησε στην επεξεργασία προτάσεων για τη δημιουργία του ενιαίου 12χρονου δημόσιου σχολείου, του σχολείου της πολυτεχνικής εκπαίδευσης, που στήριζαν την πολιτική του KKE στην πάλη για το λαϊκό μέτωπο και τη λαϊκή Παιδεία. Ασχολήθηκε ενδελεχώς με το πρόβλημα της ενότητας, της συνέχειας και της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας, για το δημόσιο σύστημα παιδικών κέντρων προσχολικής διαπαιδαγώγησης, για τις τεχνικές μάθηση στην εκπαιδευτική διαδικασία, για τη λειτουργικότητα των σχολικών κτιρίων, κ.ά. Ηταν ιδιαίτερα αγαπητός στις Κνίτισσες και τους Κνίτες και μέσα από τα «αντιμαθήματα» και τις «αντιδιαλέξεις» του αποκάλυπτε τους κρυφούς και φανερούς στόχους του σημερινού σχολείου που υπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Ταυτόχρονα, μέσα από τις γραμμές του ΕΣΥΝ, πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην κατεύθυνση της συγκρότησης αντιναρκωτικού μετώπου, για έναν κόσμο απαλλαγμένο από τα ναρκωτικά. 2. Πλευρές του επιστημονικού έργου του Γ.Κ. Μωραϊτη Το βιβλίο με τίτλο «Συντροφιά με τον Ξενοφώντα στη λεγεώνα των ξένων» (1985) αποτελεί το πρώτο της μιας παράξενης τριλογίας, όπως έλεγε ό ίδιος, σαν απάντηση στα διδακτικά- παιδαγωγικά προβλήματα που συνάντησε στην εκπαιδευτική του δραστηριότητα: «Εκείνο που με έσπρωξε να καταπιαστώ με την «Κύρου Ανάβαση»- την περιπέτεια της Λεγεώνας των Ξένων- ήταν το εντελώς ακατανόητο της θέσης του βιβλίου μέσα στο βιβλίο. Πώς διάολο, έλεγα μέσα μου όταν ήμουν σκολιαρούδι, μαζευτήκαν όλοι αυτοί οι μαντραχαλάδες; Καλά ο Κύρος, ήταν ο γιος του Δαρείου και της Παρυσάτιδας. Αμ’ εκείνος ο Κλέαρχος ο Λακεδαιμόνιος; Ο Σοφαίνετος ο Στυμφάλιος, ο Πρόξενος ο Βοιώτιος, Ο Ξενίας, ο…ο….,Τόσα περίεργα ονόματα, ηχηρά και μεγαλόσχημα ονόματα, που θα’ φτιαχνες έναν γεωγραφικό χάρτη. Ο ένας Αχαιός, ο άλλος Αρκάς, ο Σιλανός Αμβρακιώτης, ο άλλος Ηλείος…..αντιπροσωπευτική δεξίωση. Αλλά η κοινωνία που εκείνοι ζούσαν και εμείς ζούμε είναι μια κοινωνία παρακμής..». Για το Γ. Μωραϊτη η εποχή του Ξενοφώντα δεν ήταν τίποτε περισσότερο παρά ένα στάδιο ανάπτυξης της ταξικής κοινωνίας, ο αρχαίος δουλοκτητικός κόσμος που άκουγε τους μεγάλους κραδασμούς που είχαν αρχίσει να σημειώνονται. Αλλά στο έργο αυτό όπως και σε κάθε άλλο του δημιούργημα, ο ΓΜ. συνδέει το παρελθόν με το παρόν, η δύση της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας με την παρακμή και το αναπόφευκτο τέλος του καπιταλισμού σήμερα. Η παρακμή και των δυο ιστορικών περιόδων εκφράζεται με την εξαθλίωση του λαού κάθε εποχής, με το ψαλίδι ανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχεια, στην ανέχεια και τη συσσώρευση του πλούτου. Με τους ανταγωνισμούς των εξοπλισμών, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Μόνο που η διαδικασία που άρχισε την εποχή του Ξενοφώντα οδήγησε στην αντικατάσταση της δουλείας από τη δουλοπαροικία , ενώ στη δική μας μαρτυρική πορεία οδηγεί στο σοσιαλισμό, σε μια όχι ποσοτικά αλλά ποιοτικά διάφορη κοινωνία. Σημείωνε ο ΓΜ: «Μέσα λοιπόν σ’ αυτήν την κατάσταση κυκλοφορούσαν εργολάβοι που οργάνωναν τη μισθοφορά. Κι άρχιζε ένα αλισβερίσι. Οι διαδόσεις δίναν και παίρνανε. Φαϊ μπόλικο. Τρως πίνεις, κοιμάσαι και ο μισθός να τρέχει, δέκα χιλιάδες το μήνα. Έτσι ξεκινούσαν σταγόνες, ρυάκια έπειτα, για να καταλήξουν σε κάποιον πολιτικό τυχοδιώκτη… Ο πειθαναγκασμός λειτουργούσε θαυμάσια. Κι όπως ο μισθοφόρος έχει αποκοπεί από την ομάδα του, πολλές φορές μέσα σε αλλόγλωσσες κι αλλοεθνείς πολιτείες, δεν μπορούσε να φύγει. Ήταν δεμένος χειροπόδαρα. Desperandos ή τυχοδιώκτης από προέλευση, λειτουργούσε σαν μηχανή κουρντισμένη απάνω σε ένα πρόγραμμα. Η δίψα του χρήματος νάρκωνε κάθε κοινωνική αναστολή κι έκανε το μισθοφόρο νευρόσπαστο στα χέρια αυτού που οργάνωσε την παράσταση…. Οι παλιοί, οι κλασικοί φιλόλογοι θα ιδούν με ιεροσυλία στην πράξη μου, αν παραφράσω με τον τρόπο αυτό ένα βιβλίο του Ξενοφώντα. Στην πρόθεσή μου δεν ήταν να προστέσω μια μετάφραση αλλά αναγνωρίζοντας μέσα από την αφήγηση τη συγγένεια των εποχών και των πραγμάτων, να τονίσω τα αρνητικά στοιχεία που παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες αυτού του σχολικού εγχειριδίου, που για την εκπαίδευσή μας ήταν εγχειρίδιο γλωσσομάθειας και ιδεολογικού διαποτισμού». Στο βιβλίο του «Ξαναδιαβάζοντας το Θουκυδίδη»(1992) ο Γ. Μωραίτης επιχειρεί να ασχοληθεί με το σύγχρονο πρόβλημα της διδακτικής της ιστορίας. Στόχος του δεν είναι μια χωρίς περιεχόμενο αναμέτρηση «με δόκιμους και σεβαστούς κατά τ’ άλλα κλασικούς φιλολόγους, ζωντανούς κι απόντες, για πολλούς άλλωστε τρέφω μεγάλη εκτίμηση», όπως σημείωνε στον πρόλογο του έργου. Αντίθετα, επιδιώκει να στοχοθετεί διαρκώς το βασικό πρόβλημα της διδακτικής της πράξης: «Για μένα το πρόβλημα δεν είναι απλά τι διδάσκεις αλλά και πώς και με ποιο το σκοπό το διδάσκεις». Συνεπώς η ανάλυσή μας δεν πρέπει να εστιάζεται στα επιμέρους θέματα και για την περίπτωση του Γ Μωραϊτη πότε για τον Ξενοφώντα, πότε για το Θουκυδίδη και πάει λέγοντας. Αλλά για να αντιληφθούμε το Γ. Μωραϊτη ως παιδαγωγό, όχι στείρο φιλόλογο ή ιστορικό που στον ελεύθερό του χρόνο γράφει φιλολογικά, ιστορικά δοκίμια ή ασχολείται με ειδικά εκπαιδευτικά θέματα (πχ. για τη χωροταξική κατανομή των χώρων των δημόσιων σχολείων, την μέθοδο της ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας κ. ά). « Κάθε φορά που βρισκόμουνα σε μονόπλευρες και παράλογες τοποθετήσεις, μπλεκόμουνα σε μάχη με τον ίδιο τον εαυτό μου γι’ αυτό που με καλούσαν να παρουσιάσω σαν εκπαιδευτικό υλικό», έλεγε με κάθε ευκαιρία. «Επαναστατούσα με την αλλοπροσαλλοσύνη του προγράμματος, που ξεκινάει από την εβραϊκή μυθολογία για να περάσει στην ανωτερότητα της χριστιανικής ιδεολογίας. Από τον Όμηρο και να τελειώνει με τον Επιτάφιο του Θουκυδίδη και με κάποια σπαράγματα των λυρικών, αφού προηγουμένως είχε περιπλανηθεί ανάμεσα σε κάποιους Δημόνικους, Αδύναμους και Φιλιππικούς. Και γιατί όλα αυτά; Για να μάθουμε την ορολογία του συντακτικού της Αρχαίας και να παινευτούμε πως σπουδάζουμε τους αρχαίους μας κλασικούς». Ο Γ. Μωραϊτης στο «Παράλληλο Συντακτικό της Αρχαίας και της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» (1970) διατυπώνει με σαφήνεια το συμπέρασμα πώς ανεξάρτητα από τις μεταβολές, που είναι προϊόντα ιστορικών συνθηκών, η ελληνική γλώσσα «δυνάμει» είναι μία, η ίδια, κι ανανεώνει «εν ενεργεία» την παρουσία της μέσα από τις διαλεκτικές διαφοροποιήσεις και τις χρονικές περιόδους. Δηλαδή, ο ΓΜ υποστηρίζει ότι η ελληνική γλώσσα έχει μια διαχρονική λειτουργία, που σημαίνει ότι ο πολιτισμικός φορέας που εκφράζεται μ’ αυτή έχει ταυτότητα: «Θεώρησα εθνική ανοησία να διδάσκουμε στα σχολεία μας δυο γλώσσες και δυο φιλολογίες. Και ξαναθύμισα την παλιά παράδοση του δημοτικιστικού πνεύματος, πως αν θέλεις να μάθεις σωστά τους αρχαίους, πρέπει να μάθεις καλά τη δημοτική γλώσσα». Αυτής της προβληματικής προϊόν ήταν η μελέτη του «Η διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας και της Ελληνικής Φιλολογίας στην Ελληνική Εκπαίδευση» (1984). Κατ’ αυτόν τον τρόπο και επιστρέφοντας στο «Ξαναδιαβάζοντας το Θουκυδίδη…» κλείνει μια προβληματική που τον απασχόλησε ως δάσκαλο- φιλόλογο στα χρόνια της θητείας στην εκπαίδευση. Ας προσέξουμε σας παρακαλώ το παρακάτω απόσπασμα: «Είναι πολιτικό κείμενο ο «Επιτάφιος του Περικλή» και σαν τέτοιο πρέπει να διδαχτεί. Αυτό σημαίνει πως άλλα πράγματα πρέπει να αναδειχτούν κατά τη διδασκαλία του: η εποχή του και όλα σχετίζονται με αυτήν. Η θέση του μέσα στη ρητορική πρακτική της εποχής και μέσα στην ιστορία του Θουκυδίδη. Η ιδεολογία του. Η διπλή σχέση του με την εποχή του αφενός και με τις μεταγενέστερες εποχές και μάλιστα με τη δική μας. Η αξιολόγηση του κόσμου που παρουσιάζει ο Επιτάφιος και των αξιών που προβάλλει…Χρειάζεται παλικαριά και νοημοσύνη, όταν αγγίζεις τόσο μεγάλα έργα. Γιατί το όποιο, και το μεγαλύτερο ακόμα, κατόρθωμα, είτε του πνεύματος είτε της κοινωνικής ζωής, είναι ιστορικά οριοθετημένο και συνεπώς φέρνει όλα τα γνωρίσματα της εποχής του. και δε χάνει τίποτα από την αξία του ο Επιτάφιος, αν κριτικά σταθούμε απέναντί του και τον μετρήσουμε και με τα δικά μας μέτρα, όχι για να τον απορρίψουμε, αλλά για να τον κατανοήσουμε. Να κατανοήσουμε το δικό του αλλά και το δικό μας κόσμο. Ο άκριτος θαυμασμός δε φτάνει….. Μιαν άλλη, λοιπόν, στάση να κρατήσουμε απέναντι στον επιτάφιο του Περικλή., αν θέλουμε να τον αποκωδικοποιήσουμε και να χαρούμε όχι μόνο την ομορφιά της ουτοπίας που έχει υπέρ του αλλά και τη μαρτυρία της ιστορίας. Γιατί ο Επιτάφιος είναι ο χαμένος παράδεισος και το όραμα μαζί της τελειότητας του ανθρώπου». Τι κάνει λοιπόν ο Μωραϊτης; Αναδεικνύει τα πραγματικά όρια και τις ιστορικές δυνατότητες του ελληνικού ψευτοκλασικισμού του ελληνικού κράτους και της επίσημης παιδείας, η οποία βυθίζεται στο τέλμα της εξάρτησης, της υποταγής και της αποδοχής, που με τη σειρά της τον δημιούργησε. «Το μίζερο και άθλιο κρατίδιο μισοαποικιακής μορφής πάει να μεταβληθεί σε κάποια επαρχία μιας νέας «Αγίας Ευρωπαϊκής Αυτοκρατορίας (τίνος;) έθνους» και «η κοινωνική ηγεσία μας, ευπροσάρμοστη, αποβλέπει στην επιβίωσή της μέσα στη χοάνη του οικονομικού συγκρητισμού, της οικουμενικότητας και του πολυπολιτισμού. Η ιστορία θα δείξει για πού τραβάμε». Συνεπώς, ο Γιώργος Μωραϊτης τονίζει ότι αυτό που έχει σημασία για μας είναι να κρατούμε τα γόνιμα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού για να τα κάνουμε δύναμη για την κοινωνική μας συνείδηση και να τα περάσουμε στην εκπαίδευση ως διαπαιδαγωγητικό υλικό. Γιατί όπως και πάλι ο Γιώργος Μωραϊτης σημείωνε «με τον τρόπο που γίνεται η διδασκαλία της αρχαίας φιλολογίας, είτε από μετάφραση είτε από πρωτότυπο δεν αποτελεί παρά μια γραφειοκρατική διδασκαλία. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός έχει διαμορφώσει αξίες που για τις ταξικές κοινωνίες που τον διαδέχτηκαν, είναι αξεπέραστες και μόνο ένα άλμα σε μια κοινωνία χωρίς ταξικές διακρίσεις θα τις ξεπεράσει». Με βάση τις θεωρητικές αυτές καταβολές, του δημιουργικού ιστορισμού, που πρώτος έχει αναδείξει και θεωρητικά τεκμηριώσει ο Δ. Γληνός, μεταπηδά στο χώρο της νεότερης νεοελληνικής Γραμματείας με τη μελέτη «Ο Παλαμάς που δε διδάσκεται στην εκπαίδευση». Κλείνει με αυτόν τον τρόπο μια τριλογία, μιας ενότητα που όμως έχει ν ένα κοινό σημείο που την ενοποιεί. Είναι οι απόψεις του συγγραφέα σχετικά με την εκπαιδευτική ζωή της χώρας από την πλευρά του περιεχομένου της διδασκαλίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ενώ στα δυο πρώτα βιβλία επεδίωκε την απομυθοποίηση των αρχαίων και να διαβαστούν με μια άλλη ματιά, στη μελέτη του αυτή αναφέρεται στην ουσιαστική αγνόηση ενός έργου σύγχρονου, που για άλλους λαούς η ύπαρξή του και το έργο του θα περιποιούσε τιμή και θα γινόταν αντικείμενο εξαντλητικής μελέτης: «Είναι απελπιστικό να ακούς από εκπαιδευτικούς να δηλώνουν πως ο Παλαμάς δεν τους «πάει» ή ότι δεν έχει να τους δώσει τίποτε… Στη θέση του Παλαμά αντιπαραθέτουν τη γενιά του ’30, της γνήσιας τάχα και καθαρής τέχνης και δημιουργίας. Κανείς φυσικά δεν αμφισβητεί την πνευματική δημιουργία των μεταγενέστερων. Αλλά αν επιχειρήσει κανείς, αν αναλύσει το έργο της γενιάς αυτής θα διαπιστώσει πώς όλοι αυτοί αναπτύχθηκαν κάτω από τη «βαριά σκιά του Παλαμά». Ο Μωραϊτης θεωρεί ότι ο Παλαμάς είναι μια φυσιογνωμία διανοούμενου με καθολική αξία. Μέσα στο λόγο του δηλαδή μιλά δημιουργικά η ελληνική παράδοση από τα πανάρχαια χρόνια. «Ανασύνθεσε δημιουργικά στην ποίησή του τις παραδόσεις και την ιστορία όλου του ελληνικού πολιτισμού σε μια διαλεκτική ενότητα δίνοντάς μας μεγάλες συνθέσεις. Ο Ύμνος της Αθηνάς. Ο δωδεκάλογος του Γύφτου. Η Φλογέρα του Βασιλιά. Βωμοί κ.ά». Επειδή ο ΓΜ θεωρούσε τον Παλαμά διαχρονική προσωπικότητα θεωρεί σκόπιμο να παρουσιάσει την κριτική σκέψη τεσσάρων άλλων μελετητών που ασχολήθηκαν ενδελεχώς με τον ποιητή: του Κώστα. Βάρναλη, (όπου παρουσιάζονται τρία άρθρα από το βιβλίο Αισθητικά), β)του Νίκου Ζαχαριάδη (ο οποίος από τις φυλακές της Κέρκυρας έγραψε μια μελέτη με τον τίτλο «Ο αληθινός Παλαμάς, κάνοντας ανάλυση του έργου του «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου»), του μελετητή του Κ. Παλαμά Αντρέα Καραντώνη και, τέλος του Ι.Μ. Παναγιωτοπούλου (όπου παρουσιάζει μια αναλυτική και συστηματική μελέτη για τον ποιητή). Κατόπιν ακολουθεί η παράθεση στοιχείων από την κοινωνικοπολιτική και πνευματική ζωή της παλαμικής 80ετίας, προβληματισμούς πάνω σχετικά με τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του έργου του ποιητή και της πολιτικής του συνείδησης. Και καταλήγει στα συμπεράσματά του: « Πρέπει να απαλλάξουμε τον Παλαμά από τα φύκια, με τα οποία τον τυλίγει η τρικυμία της νεοελληνικής ζωής, να καθαρίσουμε την εικόνα από τις επιστρώσεις που έχουν ζωγραφίσει απάνω στη μορφή του κακότεχνοι, δήθεν φιλόσοφοι και «ζωγράφοι». Ο Παλαμάς δεν είναι εθνικιστής, αλλά πατριώτης. Δεν είναι σοβινιστής αλλά ανθρωπιστής. Ούτε αντικομμουνιστής είναι. Αντίθετα μάλιστα, ο Παλαμάς είναι με τους ανθρώπους του μόχθου, τους εργάτες, με τους προλετάριους, όσο και αν ο ίδιος με πολλή ειλικρίνεια προσπαθεί να βεβαιώσει ότι δεν έχει κομμουνιστικές ιδέες. Δε συμπλέει με τους σκοταδιστικούς κύκλους και την αντίδραση της εποχής του. Είναι εχθρός τους αδυσώπητος και το δείχνει σε όλο του το έργο. Ο πατριωτισμός του ποιητή είναι πηγαίος και βρίσκεται κάθε φορά σε ανταπόκριση με την αντικειμενική πραγματικότητα. Και η πατριωτική του συνείδηση περνάει από όλες τις κρίσεις της εθνικής ιδέας, από τη χρεοκοπία του 1985, την καταστροφή του 1897, το προσωρινό και πρόσκαιρο ξανάσαμα των βαλκανικών πολέμων, ως την οριστική της καταστροφή το 1922.Ο ποιητής δοκίμασε και την ανάταση του 1940 και έφυγε το 1943 μέσα στο φούντωμα της Εθνικής Αντίστασης, μέσα στην αγκαλιά του λαού μας στον οποίο ανήκε. Ο Παλαμάς ανήκε σε μια εποχή, και με τα μέτρα της πρέπει να κριθεί, πόσο τίμιος στάθηκε στη ζωή και στην τέχνη του». Στο βιβλίο «Ιδεολογικές και μεθοδολογικές αρχές της εργασίας στο σχολείο της εργασίας στο σχοελίο της Πολυτεχνικής Εκπαίδευσης» (1999) αναδεικνύεται το εκπαιδευτικό πρόβλημα της Ελλάδας: «Δεν είναι κάποια εγκεφαλική σύλληψη κατασκευασμένη στο μυαλό των παιδαγωγών. Πρόκειται για ένα αντικειμενικό γεγονός, που ως πρόβλημα, αντιπροσωπεύει κάποιες δυσαρμονίες που δημιουργήθηκαν σε κάποια χρονική στιγμή και εξακολουθούν να υπάρχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία σήμερα» . «Η δική μας υποχρέωση , υποστηρίζει ο ΓΜ., είναι να το εντοπίσουμε, να το περιγράψουμε και να το αναλύσουμε, σαν το πρώτο βήμα για να μελετήσουμε και να επιδιώξουμε τη λύση του». Συνεπώς για το Γιώργο Μωραϊτη, η επισήμανση, η οριοθέτηση και η ανάλυση του εκπαιδευτικού προβλήματος εξαρτάται, όχι μόνο από τις οπτικές γωνίες που το επιβάλλει η συνθετότητά του, αλλά και από τον ταξικό χαρακτήρα των αιτιών που το προκαλούν. ΄Ετσι εδραιώνεται η διαφορετική αντίληψη, η διαφορετική τοποθέτηση, αλλά και οι διαφορετικές προτάσεις για τη λύση του. Γι’ αυτό και οι διαχειριστές της εξουσίας της αστικής τάξης με την εκπαίδευση επιδιώκουν να εξασφαλίσουν όλες τις προϋποθέσεις για την εντατική εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού που προσπαθούν να διαμορφώσουν μέσα από την εκπαίδευση. Ενώ αντίθετα το μαζικό λαϊκό κίνημα επιδιώκει να καλλιεργήσει και μέσα από την εκπαίδευση τον άνθρωπο, ο οποίος, διαθέτοντας σφαιρικά διαμορφωμένη προσωπικότητα, θα μπορεί να ασκήσει την παραγωγική διαδικασία σε τρόπο που να εξασφαλίζει και μια ποιότητα ζωής για τον εαυτό του και την κοινωνική ομάδα, την κοινωνία, την ανθρωπότητα. «Το εκπαιδευτικό πρόβλημα πρέπει να το αναζητούμε μέσα στη ζωή, σε συσχετισμό με τον άνθρωπο, σαν κοινωνική αξία, και σε συνάρτηση με τα άλλα - Η εδραίωση της συνειδητοποίησης του αιτήματος για 12χρονο ενιαίο και υποχρεωτικό, δημόσιο σχολείο - Το θέμα της επαγγελματικής κατάρτισης, σαν προέκταση του Ενιαίου 12χρουνου σχολείου. -Το θέμα της τεχνολογικής εκπαίδευσης, που είναι η νέα μορφή που αντικαθιστά την παλιά τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση - Το θέμα της πρόσβασης των λαϊκών στρωμάτων στην ΑΕ η οποία αποτελεί πράξη κοινωνικής επιλογής και έχει ανάγκη ειδικής επεξεργασίας και ανάλυσης Αντί επιλόγου Ο Γιώργος Μωραϊτης συχνά έλεγε ότι το κύρος του ΚΚΕ και του Κ.Μ.Ε. ανεβαίνει μόνο όταν η ιδεολογική κατάρτιση είναι καθημερινό καθήκον μας. Αλλά αυτό το καθήκον δεν πρέπει να μας αποκόπτει από τη βασανιστική δουλειά του μυρμηγκιού μέσα στο σχολείο, στη γειτονιά, παντού, όπου ο καθένας μας δρα και υπάρχει, για τον αγώνα να προωθηθούν οι πολιτικοί στόχοι του ΚΚΕ για μια λαϊκή παιδεία σε μια λαϊκή Ελλάδα. Με το προσωπικό του παράδειγμα δόδασκε πάνω από όλα, την κομμουνιστική ανιδιοτέλεια και σεμνότητα που πρέπει να μας χαρακτηρίζει για τα προβλήματα του λαού μας και των παιδιών της εργατικής τάξης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αποχαιρετιστήρια ομιλία στους μαθητές της ΣΤ΄ τάξης

Οργανικός και Λειτουργικός Αναλφαβητισμός: Εννοιολογικοί προσδιορισμοί

Ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ για παιδιά στα σχολικά εγχειρίδια. Ερμηνευτική και διδακτική προσέγγιση στο ποίημα της ΣΤ΄ τάξης "Οι Χτίστες". Nazim Hikmet's poems for children in school textbooks. Interpretative and didactic approach in the sixth grade poem by "Builders"