Απόπειρα μαρξιστικής- κοινωνιολογικής προσέγγισης στο λούμπεν προλεταριάτο με αφορμή το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Το Ρομάντσο της πεντάρας, (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ) Attempt Marxist sociological approach to the lumpen proletariat to mark the work of Bertolt Brecht's "The Threepenny romance" (Paper presented at the scientific conference of the Communist Party of Greece for Bertolt Brecht, Athens, April 2013) PART I

(δημοσιευμένο στο περιοδικό θέματα παιδείας, τ. 50, 2013) Απόπειρα μαρξιστικής- κοινωνιολογικής προσέγγισης στο Λούμπεν προλεταριάτο με αφορμή το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Το Ρομάντσο της πεντάρας» Πρόλογος Στις μέρες μας παρατηρείται έντονο το φαινόμενο της αυξανόμενης προλεταριοποίησης, ως αποτέλεσμα της γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης. Ο κίνδυνος να υποπέσουν τμήματα της εργατικής τάξης σε μια κατάσταση με χαρακτηριστικά του λούμπεν προλεταριάτου, είναι ορατός. Πολλές όμως συγχύσεις υπάρχουν γύρω από το τι ορίζεται ως λούμπεν προλεταριάτο, το ρόλο του υποστρώματος αυτού και, κυρίως, γύρω από τις περιθωριακές ομάδες που μπορούν να συμπεριληφθούν σε αυτό. Από την άλλη πλευρά, τα κυρίαρχα κοινωνικά στερεότυπα αντιλαμβάνονται συνήθως απορριπτικά τα λούμπεν στοιχεία (αφοριστική καταδίκη, που στην πραγματικότητα εκφράζει άγνοια του θέματος) κι άλλοτε καλλιεργούν με σκοπιμότητα μια «ηρωοποίηση», προσφιλή στο ευρύ κοινό. Γενικότερα, εκτιμάται, ότι το φαινόμενο αυτό δεν έχει τεθεί στο επίκεντρο της κοινωνικής έρευνας, ή ακριβέστερα, όταν προβάλλονται πλευρές της κοινωνικής δράσης των λεγόμενων περιθωριακών ομάδων κι ατόμων που ανήκουν στο λούμπεν προλεταριάτο, αυτή η προβολή χρησιμοποιείται για την επίτευξη της κοινωνικής συναίνεσης και της ταξικής συνεργασίας με άλλοθι τη διάσωση της κοινωνίας και με απώτερο στόχο τη διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος. Στο λούμπεν προλεταριάτο ανήκουν εκείνα τα ξεπεσμένα κοινωνικά στρώματα που ως συνήθως και εκ της θέσης τους δεν είναι ικανά να συμμετάσχουν σε καμία μορφή οργανωμένης πολιτικής δράσης και που μαζί με τα μικροαστικά στοιχεία χρησιμοποιούνται ως πολιορκητικός κριός με στόχο την παρεμπόδιση του αγώνα και της πορείας χειραφέτησης της εργατικής τάξης. Συνήθως, οι μηχανισμοί της αστικής στρατολογούν τμήματα αυτών των στοιχείων για να επιτελέσουν το βρώμικο ρόλο της κατασυκοφάντησης του εργατικού κινήματος ή ως απεργοσπάστες ή ακόμη και ως μέλη φασιστικών οργανώσεων που ανοικτά τίθενται στην υπηρεσία των μηχανισμών του συστήματος. ( Σε υποσημείωση: Σε κρίσιμες φάσεις των κοινωνικών αγώνων δεν αποκλείεται τμήματα ή και ολόκληρες ομάδες του περιθωρίου να ενταχθούν στο κίνημα ή να το βοηθούν ή να το θαυμάζουν συμπεριφερόμενοι ως φιλικά προσκείμενοι. Τέτοιες περιπτώσεις έχουμε συναντήσει στην ελληνική εθνική αντίσταση (ζωοκλέφτες, Ρομά, ρεμπέτες). Τέλος, η κατάπτωση αυτών των ανθρώπων παρουσιάζεται ως φόβητρο για την εργατική τάξη έτσι ώστε να αποδεχτεί χειρότερες συνθήκες εργασίας και αμοιβής κι ακόμη στυγνότερη εκμετάλλευση. Α.1. Η επιλογή του «ρομάντσου της πεντάρας» και το πρόβλημα της έρευνας Το μυθιστόρημα του Μπρεχτ «Το Ρομάντσο της πεντάρας», το οποίο αποτελεί οργανική συνέχεια του ομώνυμου θεατρικού του έργου «Η όπερα της πεντάρας» (1928) , γράφτηκε το 1934 στο Λονδίνο, όπου βρέθηκε ο Μπρεχτ μετά το ναζιστικό πραξικόπημα του 1933 όταν πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη Γερμανία. Η περιπλάνησή του σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, τον έφερε σε ζωντανή επαφή με τις διαδικασίες διαμόρφωσης του καπιταλισμού κατά το πέρασμά του στην αντιδραστική κρατικομονοπωλιακή βαθμίδα. Είναι η εποχή που οξύνεται η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, ως συνέπεια του Α΄ παγκόσμιου πολέμου, με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση ενός μεγάλου όγκου άνεργου και ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού, ταυτόχρονα με τη μαζική εξαθλίωση των πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Η παράλληλη ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, ιδίως στη Γερμανία, θα οδηγήσει τις αντιδραστικές δυνάμεις του εθνικοσοσιαλισμού να χρησιμοποιήσουν ως σκιάχτρο στην εργατική τάξη τον εφεδρικό στρατό των ανέργων και θα στρατολογήσουν σε τάγματα εφόδου διάφορα ξεπεσμένα «κουρέλια» για να επανδρώσουν τα τάγματα εφόδου και να χτυπήσουν, με τον αυτό τον τρόπο τα εργατικά και κομμουνιστικά κόμματα. Μέσα σε αυτό το ιστορικό και οικονομικό πλαίσιο ξετυλίγεται η κεντρική υπόθεση του μυθιστορήματος, δηλαδή, η ανάδειξη του τρόπου ζωής και κοινωνικής δράσης στη μεγαλύτερη καπιταλιστική πόλη της εποχής εκείνης, το Λονδίνο, των λεγόμενων περιθωριακών κοινωνικών ομάδων που είναι γνωστές στην ορολογία του μαρξισμού ως λούμπεν προλεταριάτο. Η συγκεκριμένη επιλογή του έργου έγινε, διότι, μέσα από αυτό, αλλά κι από άλλα παρεμφερή (πχ. «Η ζούγκλα των πόλεων», «Η Αγία Ιωάννα των σφαγείων») τίθενται όλα τα απαιτούμενα λειτουργικά κλειδιά για το ξεκλείδωμα μιας σύγχρονης μαρξιστικής ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων πέρα κι έξω από ανούσιες περιπτωσιολογίες, αποσπασματικότητες και αλλοιώσεις που συνθέτουν την οπορτουνιστική σκέψη στην κοινωνική έρευνα, έτσι ώστε ο εντυπωσιασμός να αποκρύπτει τη βαθύτερη ουσία των φαινομένων. Διότι το βασικό ερώτημα για την κοινωνιολογική ανάλυση δεν είναι να προσδιοριστούν απλά τα αίτια πάνω στα οποία οφείλεται και εμφανίζεται ένα κοινωνικό φαινόμενο, αλλά ποιοι είναι οι υλικοί όροι που το παράγουν και το αναπαράγουν ως τέτοιο, και τέλος, τι προτείνεται από την έρευνα και τον ερευνητή και στα πλαίσια ποιας πολιτικής πρότασης μπορεί να επιτευχθεί η επίλυσή του. Για παράδειγμα, κατά τον οπορτουνισμό η «λουμπενοποίηση» τμημάτων της καταστραμμένης «μεσαίας τάξης» οφείλεται απλά στην αδυναμία των ανθρώπων να ανταποκριθούν στις σκληρές απαιτήσεις των κοινωνιών την εποχή της παγκοσμιοποίησης (sic) που περιθωριοποιεί το 1/3 ή το 1/4 της κοινωνίας, όπως εμβριθώς καταλήγουν, δυστυχώς, οι κοινωνικές έρευνες στο μεγαλύτερο μέρος τους, ή στο ότι η διεθνοποίηση του κεφαλαίου καταστρέφει μέρος της ανθρώπινης εργατικής δύναμης και στέλνει στο κοινωνικό περιθώριο τμήματα εξαθλιωμένων εργατών; Κατά συνέπεια, το μεγάλο δίλημμα της έρευνας που μπαίνει είναι ιδεολογικό: Τι πρέπει να έχει κανείς ως άξονα; Την υποκριτική ηθικολογία της κυρίαρχης ιδεολογίας, της ιδεολογίας της αστικής τάξης, που δεν έχει κανένα πρόβλημα να δείχνει κατανόηση και συμπόνια για τη μαζική φτώχεια και την εξαθλιωμένη ζωή πλατιών λαϊκών στρωμάτων και να οργανώνει μάλιστα εκστρατείες φιλανθρωπίας (συσσίτια εκκλησιών και φιλεύσπλαχνων αστών), ή αυτή της εργατικής τάξης, που θέτει την ηθική στην υπηρεσία της πάλης για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας και το σχηματισμό επαναστατικών κοινωνικών θεσμών; Α.2. Η υπόθεση του μυθιστορήματος Στο μυθιστόρημα «Το Ρομάντσο της πεντάρας», ο Μπρεχτ επιχειρεί μια αυστηρή κριτική της αστικής ηθικής και δεοντολογίας μέσα από την απομυθοποίηση του βασικού του ήρωα, του αρχιμαφιόζου Μακχήθ και του μεγάλου ανταγωνιστή του Πήτσαμ. Η κοινωνικοηθική διάσταση του αρχιμαφιόζου Μακχήθ έγκειται στο γεγονός ότι για την αστική ηθική της λονδρέζικης κοινωνίας στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, παρουσιάζεται ως θρύλος, αναγορεύεται ως άτομο με μυθικές διαστάσεις που υπέρτατο σκοπό του έχει θέσει την επίτευξη του αχαλίνωτου κέρδους με κάθε τίμημα. Για το σκοπό αυτό είναι διατεθειμένος να θυσιάσει τα πάντα: τους άμεσους συνεργάτες του, τη γυναίκα του, το παιδί τους που αυτή έχει στα σπλάχνα της, ακόμη και το ίδιο τον εαυτό του. Μπορεί να κινείται άνετα ανάμεσα στα σαλόνια των αστών και τον υπόκοσμο. Το στοιχείο αυτό είναι άλλωστε που γοητεύει το θεατρόφιλο και αναγνωστικό κοινό της εποχής αυτής και ο Μπρεχτ ξέρει να το παρωδεί με μοναδικό τρόπο. Να παρωδεί, δηλαδή, τη βαθιά ριζωμένη στα κεφάλια των αστών ιδέα περί «ατομικών χαρισμάτων» και «έμφυτης κλίσης», που αν κάποιος ξέρει να τα χρησιμοποιεί κατάλληλα, μπορεί, όπως ο Μακχήθ, ένας εγκληματίας περιωπής, να καταφέρνει τα πάντα: Να συναγελάζεται με πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας (τραπεζίτες, βιομήχανους, δικηγόρους, δικαστές, αστυνόμους), να κλείνει εμπορικές συμφωνίες μαζί τους, να χρησιμοποιεί το νόμο κατά πως τον συμφέρει και να μη δίνει λογαριασμό πουθενά. Και ταυτόχρονα, με την ίδια άνεση να κουμαντάρει έναν ολόκληρο μηχανισμό από φονιάδες-μαχαιροβγάλτες, αβανταδόρους, νταβατζήδες, πόρνες, τσιλιαδόρους, μέσα από ένα πολυδαίδαλο σύστημα αυστηρών ιεραρχήσεων, όπου η πιστή αφοσίωση στον «ήρωα» – «πρότυπο» (Μακχήθ) διασφαλίζεται με την τυφλή υπακοή. Κάθε παραβίαση από μέλος της συμμορίας τού κώδικα συμπεριφοράς τιμωρείται αυστηρά και παραδειγματικά, είτε με τη σωματική τιμωρία, είτε με την κατάδοσή του στην αστυνομία ακόμη και με την αφαίρεση της ζωής του. Κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος είναι η σύγκρουση τού Μακχήθ με τον Ιωνάθαν Ιερεμία Πήτσαμ, ένα παμπόνηρο ιδιοκτήτη πρακτορείου που εκπαιδεύει και εκμεταλλεύεται, κατά κύριο λόγο ζητιάνους, τους οποίους στρατολογεί στα ανήλια και υγρά σοκάκια του Λονδίνου. Πρόκειται για ανθρώπους- «κουρέλια»: σακατεμένους εργάτες στη βιομηχανία, κυρίως από τα υφαντουργεία, τα ορυχεία άνθρακα και τα ναυπηγεία. Ανάπηροι στρατιώτες που έρχονται από το μέτωπο και εγκαταλείπονται στο έλεος της μοίρας τους, πρώην πόρνες που πούλησαν την αθωότητά τους για ένα κομμάτι ψωμί, παιδιά σκελετωμένα και άρρωστα, γενικότερα, άνθρωποι αφυδατωμένοι στη σκέψη και στο σώμα που δεν στέκονται απλά σαν σκιάχτρα στα πεζοδρόμια και ζητιανεύουν, αλλά μεταλλάσσονται σε υπάνθρωπους και περιφέρονται στο περιθώριο της κοινωνίας χωρίς ταξική συνείδηση. Πλάσματα ανίκανα να στρέψουν την οργή για τη δυστυχία τους στο πραγματικό αίτιο, την καπιταλιστική ανάπτυξη. Τους δύστυχους αυτούς ανθρώπους ο κ. Πήτσαμ εκμεταλλεύεται με τον πιο φρικτό τρόπο. Φροντίζει να τους «εκπαιδεύει» στις βασικές αρχές της επαιτείας, της κλεψιάς, γενικότερα της μικροαπατεωνιάς. Τους «ντύνει» όσο πιο αποκρουστικά γίνεται κι ανάλογα με την πάθηση καθενός, απαιτεί από κάθε ταλαίπωρο να πιάνει το «πλάνο της ημέρας» ως προϋπόθεση για να του προσφέρει το ξεροκόμματο με ένα πιάτο πατατόζουμο κι ένα στρώμα από άχυρα για ύπνο. Για το σκοπό αυτό έχει στήσει μια ολόκληρη βιοτεχνία από μοδίστρες, εκπαιδευτές, τσιλιαδόρους και αναπτύσσει την επιχείρησή του σύμφωνα με τις αρχές μιας καπιταλιστικού τύπου επιχείρησης: όσο πιο δυστυχισμένος και κουρελής είναι ο ζητιάνος, όσο πιο κακοταϊσμένα είναι τα σκυλιά των τυφλών κι όσο πιο εμφανές κι αποκρουστικό είναι το τραύμα ή αναπηρία, φυσικό ή τεχνητό κι ανάλογα με την θέση στην οποία ζητιανεύει αυτός ο στρατός των εξαθλιωμένων, τόσο περισσότερο είναι το κέρδος για τον κ. Πήτσαμ. Δεν παύει όμως να παρουσιάζεται ως ευυπόληπτο μέλος μιας υποκριτικής κοινωνίας, να είναι δηλαδή μέλος των φιλανθρωπικών οργανώσεων πολλών περιφερειών και σε μια από αυτές μάλιστα και πρόεδρος. Οι φτωχοί ωστόσο δεν συνηθίζανε να τον επισκέπτονται, γιατί ήταν τέτοια η εξαθλίωσή τους που φοβούνταν μην τυχόν και οι «μπράβοι» του Πήτσαμ τους εξαναγκάσουν στη ζητιανιά. Ο Πήτσαμ, εξάλλου, δεν παραδεχόταν τη ζητιανιά, αν αυτή δεν γινόταν οργανωμένα και με σύστημα, σαν αληθινό επάγγελμα. Α.3. Ο χαρακτήρας της σύγκρουσης ανάμεσα στον Μακχήθ και στον Πήτσαμ Η σύγκρουση των δύο αυτών παρασιτικών στοιχείων θα γίνει αναπόφευκτη από τη στιγμή που ο Μακχήθ θα βάλει στο μάτι τα κεφάλαια και την επιχείρηση του Πήτσαμ και για να επιτύχει το σκοπό του θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα, μέχρι και να συνάψει κρυφό γάμο με την κόρη του. Χρησιμοποιεί για το λόγο αυτό όλες τις γνώσεις που αποκόμισε από το «πανεπιστήμιου του δρόμου», τόσο για το πνεύμα λειτουργίας της καπιταλιστικής αγοράς, όσο και κυρίως, μια πρωτοφανή κι έκδηλη ανηθικότητα. Στόχος του δεν είναι άλλος από το κέρδος και μέσω αυτού της απόλυτης επικράτησης έναντι των ανταγωνιστών του. Από την άλλη πλευρά, ο Πήτσαμ, δε θα διστάσει κι αυτός να αντιπαρατεθεί με τον Μακχήθ, όχι απλά γιατί του έκλεψε την αγαπημένη του κόρη, αλλά γιατί η επιβίωσή του εξαρτάται από την εξόντωση ενός ανέλπιστου κατά τ’ άλλα ανταγωνιστή. Τα «όπλα» του Πήτσαμ είναι εξίσου σπουδαία: Γνώση των αρχών του ανελέητου ανταγωνισμού, οργάνωση του πρακτορείου του κατά τα πρότυπα μιας καπιταλιστικής επιχείρησης. υποκριτικό αξιακό σύστημα. Το πραγματικό ερώτημα, όμως, που τίθεται στη σύγκρουση αυτή, είναι τελικά, ποιος θα καταφέρει να ελέγξει την κρατική τράπεζα επενδύσεων μέσω του ελέγχου στην αγορά διακίνησης εμπορευμάτων των κεντρικών καταστημάτων του Λονδίνου και ποιος θα καρπωθεί το μεγαλύτερο μερίδιο της κρατικής επιδότησης από την ανακατασκευή σαπιοκάραβων που θα μετέφεραν αγγλικά στρατεύματα για τον επεκτατικό – ιμπεριαλιστικό πόλεμο του στέμματος της γηραιάς Αλβιόνας στη Νότια Αφρική. Τα πάντα σε αυτόν τον αγώνα επιτρέπονται, αλλά με μια προϋπόθεση. Να κινούνται μέσα στο «πνεύμα του νόμου», ή καλύτερα, ο κόσμος της παρανομίας και των έκνομων πράξεων- δραστηριοτήτων να προστατεύεται, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, από το αστικό δίκαιο. Ολόκληρο το θεσμικό αστικό εποικοδόμημα που ορθώνεται τάχα ουδέτερο και προς όφελος όλης της κοινωνίας (χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στρατός, δικαιοσύνη, υπηρεσίες δημόσιας τάξης, εκπαιδευτήρια, εκκλησία, κ.ά.) αλλά και οι «λειτουργοί» που είναι επιφορτισμένοι για την υλοποίηση των παραπάνω, άτομα υπεράνω πάσης υποψίας, καταξιωμένα σε μια παρακμιακή βικτωριανή ηθική, όλα αυτά χρησιμοποιούνται στην νομιμοποίηση της πιο άγριας καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Αν όλα αυτά μας θυμίζουν τον τρόπο λειτουργίας της αστικής τάξης και του κεφαλαιοκρατικού συστήματος δεν έχουμε πέσει έξω. Ο Μπρεχτ χρησιμοποιεί αυτούς τους δύο χαρακτήρες σε όλη τους την υπερβολή με στόχο να αναδείξει ότι η τάξη των κεφαλαιοκρατών είναι στην ουσία υπόκοσμος παρότι μας εμφανίζονται με το προσωπείο της ηθικής, της συμπόνιας και της νομιμότητας. Είναι υπόκοσμος γιατί πρώτα και κύρια εκμεταλλεύονται ασύστολα την εργασία δισεκατομμυρίων ανθρώπων και παράλληλα τους οδηγούν στην αμορφωσιά, στην πνευματική και πολιτιστική εξαθλίωση. Α.4. Οι χαρακτήρες στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ Στο μοτίβο αυτής της αόρατης σύγκρουσης τοποθετούνται και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές του έργου. Από τη μια πλευρά ξεχωρίζουν όσοι βρίσκονται από θέση ισχύος εκατέρωθεν στους δυο πρωταγωνιστές αυτής της σύγκρουσης: Η Πόλυ, κόρη του Πήτσαμ. Διακαής πόθος του πατέρα της να μεγαλώσει με ηθικές αρχές. Όταν όμως στην εφηβεία ανακαλύπτει το σώμα της, ερωτοτροπεί ασυστόλως με συνεργάτες του, μένει έγκυος από τον Μακχήθ και μεταπηδά από τον βρώμικο κόσμο του πατέρα της σε αυτόν του αρχιμαφιόζου ληστή. Δεν διστάζει να πουλά πότε τον ένα και πότε τον άλλο, πάντα πίς ω από τις υποκριτικές αρχές της τάξης της. Η κυρία Πήτσαμ, που προσπαθεί να αποκρύψει την αδυναμία της στο ποτό και ταυτόχρονα να μεγαλώσει την κόρη της στις ηθικές αρχές μιας παρακμιακής αστικής τάξης. Ο Κωξ, μεσίτης περιωπής. Επιλέγεται αρχικά από τον Πήτσαμ για γαμπρός του. Εκπροσωπεί το συνδικάτο του «νόμιμου» εγκλήματος, όπως της «Εταιρείας Εκμεταλλεύσεως Φορτηγών πλοίων» που κάνει μπίζνες με σαπιοκάραβα και μεσολαβεί για να κατανείμει ο υφυπουργός τις μίζες. Η σύγκρουσή του με τον Πήτσαμ δεν αργεί να έρθει. Ο Μπράουν, παλιός συμπολεμιστής του Μακχήθ, αρχηγός της Αστυνομίας, όπου συνυπάρχει ενεργά στον κόσμο της παρανομίας. Εξυπηρετεί πότε τα συμφέροντα του ενός και πότε του άλλου, μέχρι που έρχεται σε αδιέξοδο όταν η σύγκρουση των δυο γίνεται ανελέητη. Του Αρχιεπίσκοπου, που εξαπατά με τις παραβολές και τα κηρύγματά του καλύπτοντας πότε το έγκλημα των αρχικακοποιών και την αχαλίνωτη κερδοσκοπία τους και πότε την συναλλαγή ανάμεσα στο συνδικάτο του εγκλήματος και την κυβέρνηση. Είναι ενδεικτική η στάση του, πώς «ξελάσπωσε» όλο το βρώμικο σύστημα των συναλλαγών του υπόκοσμου με το επίσημο κράτος, στην περίπτωση του σαπιοκάραβου «Αισιόδοξος», που μετά την ελλειμματική επισκευή του και τα υπέρογκα ποσά που δαπανήθηκαν και λεηλάτησαν οι «αετονύχηδες», βούλιαξε αύτανδρο μετά τον απόπλου του. Ουσιαστικά, μέσω του αρχιεπισκόπου, ο Μπρεχτ μας δίνει μία ξεκάθαρη εικόνα της Εκκλησίας και των ηγετών της στο καπιταλιστικό σύστημα. Από την άλλη πλευρά, παρουσιάζεται ο κόσμος του κουρελοπρολεταριάτου, ορατός και εξοβελιστέος από την υποκριτική ηθική της αστικής τάξης. Ένας ολόκληρος στρατός εξαθλιωμένων και μικροκακοποιών στοιχείων που χτυπιέται ανελέητα πότε από την αστυνομία και τον ποινικό νόμο και πότε από τους ίδιους τους αρχιμαφιόζους. Όπως σε κάθε πραγματικό βήμα του επαναστατικού κινήματος, το λούμπεν προλεταριάτο χρησιμοποιείται για να καταπνιγεί κάθε επαναστατική κίνηση, έτσι και στην περίπτωσή μας, λειτουργεί πότε ως πολιορκητικός κριός για να υλοποιούνται οι βρωμοδουλειές των αρχικακοποιών- αστών και τελικά να «ξεπουλιούνται» και πότε σαν μηχανισμός κρούσης εναντίον των κομμουνιστών. Οι πιο αντιπροσωπευτικοί από αυτούς: Ο Φιουκούμπυ, ανάπηρος πολέμου. Αποφάσισε να ενταχθεί στη συμμορία του Πήτσαμ για να επιζήσει. Έγινε «εκπαιδευτής» των σκύλων- συνοδών των «τυφλών» ζητιάνων, αλλά και εντεταλμένος για να παρακολουθεί τους αντιπάλους του Πήτσαμ και να εκτελεί τις πιο βρώμικες διαταγές του. Το όνειρό του, με το οποίο κλείνει το μυθιστόρημα, δεν ευοδώνεται. Ο Φιουκούμπυ, ονειρεύεται ότι είναι ανώτατος δικαστής και επιχειρεί να απονείμει δικαιοσύνη, κατηγορώντας και καταδικάζοντας όλους τους πρωταγωνιστές του συνδικάτου του εγκλήματος. Όταν ξυπνά συνειδητοποιεί την αδυσώπητη πραγματικότητα. Όλα είναι στη θέση τους. Δεν αργεί βέβαια να έρθει η στιγμή που του φορτώνουν το φονικό της Μαίρης Σόγιερ και ένα πλήθος από τους «ομοίους» του, ζητιάνοι κι εξαθλιωμένοι, θα επευφημούν όταν αυτός θα κρέμεται από την αγχόνη. Η ερωμένη του Μακχήθ, εμπορίνα Μαίρη Σόγιερ, η οποία πληρώνει κι αυτή με την ίδια τη ζωή της την απόπειρα να τον εκβιάσει, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εξασφαλίσει την προστασία του για να καταφέρει να ξεχρεώσει τα χρέη της και να θρέψει τα παιδιά της. Ο Ο’Χάρα, πολύτιμος συνεργάτης του Μακχήθ, αναδεικνύεται σε πρωτοπαλίκαρο του, ο οποίος τον ξεχωρίζει για την ευστροφία και τον εμπιστεύεται αναθέτοντάς του ειδικές αποστολές. Τον καρφώνει όμως στον Μακ, όταν αυτός (Μακ) επιζητά απεγνωσμένα εξιλαστήρια θύματα για τις ληστείες εμπορευμάτων που έκανε η σπείρα του Μακχήθ για να πλημμυρίσει την αγορά με προϊόντα, με σκοπό να ρίξει τις τιμές και να ελέγξει τελικά το συνολικό τζίρο μέσω των «Καταστημάτων Β». Όλος αυτός ο παρασιτικός κόσμος, από διαφορετικές θέσεις κοινωνικής και οικονομικής ισχύος, συνυπάρχει και αλληλοδιαπλέκεται με το κράτος. Τι αξίζει να σημειωθεί για τις ανάγκες του θέματος: Οι σύγχρονοι μεγαλοκαπιταλιστές, τραπεζίτες, εφοπλιστές, μεγαλοκεφαλαιούχοι, συγκροτούν μια τάξη παρασιτική, αντικοινωνική, που έχει ανάγκη να ελέγχει όχι μόνο τις κυβερνήσεις, το δίκαιο, αλλά και κάθε διαθέσιμο μηχανισμό του αστικού κράτους και του παρακράτους. Και τέτοιος είναι ο πολυδαίδαλος και πολυεπίπεδος, από την άποψη της θέσης καθενός μέλους σ’ αυτόν, μηχανισμός του λούμπεν προλεταριάτου. Στο έργο του Μπρεχτ από τη μία πλευρά έχουμε τον Πήτσαμ, την Πόλυ, την κ. Πήτσαμ, τον Μακχήθ, τον Μακ, τον αρχιεπίσκοπο, οι οποίοι εκπροσωπούν όλη τη βρωμιά και την ανηθικότητα της αστικής τάξης και από την άλλη, τον Φιουκούμπυ, τον Ο’χάρα και τους άλλους χαρακτήρες του μυθιστορήματος οι οποίοι ανήκουν στο λούμπεν προλεταριάτο και υπηρετούν τυφλά είτε ως πρωτοπαλίκαρα, είτε ως ακραίως εκμεταλλευόμενοι την αστική τάξη. Όλοι αυτοί μπορεί να φαίνονται ότι είναι οι πρωταγωνιστές του ίδιου έργου, μπορεί μια επιφανειακή κοινωνιολογική ανάλυση να φαντάζεται ότι εφαρμόζουν, οι πιο ισχυροί από αυτούς, τους νόμους της εκμετάλλευσης και μάλιστα με κτηνώδη τρόπο στους πιο ανίσχυρους, η πραγματικότητα όμως είναι αδυσώπητη: οι περιθωριακοί δεν ανήκουν στην εργατική τάξη. Κι αυτό για δυο βασικούς λόγους. Αφενός, διότι δεν παράγουν υπεραξία. Οι ζητιάνοι, οι κλέφτες, οι πόρνες δεν βρίσκονται στη δούλεψη των προστατών τους για να τους προσφέρουν κέρδος, λόγω της εργασίας τους, γιατί απλά δεν εργάζονται. Δεν εκτελούν καμιά σκόπιμη απλή ή σύνθετη εργασία ενταγμένη μέσα στον κοινωνικό, καπιταλιστικού χαρακτήρα, καταμερισμό εργασίας. Η «προσφορά» τους, δεν είναι το συμβολοποιημένο κέρδος που επαναπενδύεται με σκοπό την επίτευξη μεγαλύτερου κέρδους. Οι περιθωριακοί, οι παράνομοι, είναι τα τραγικά θύματα της απόλυτης εξαθλίωσης, αλλά από τη στιγμή που εντάσσονται σε κρυφούς ή μισοπαράνομους μηχανισμούς χρησιμοποιούνται στην φαινομενικά παράνομη, για την αστική ηθική, δραστηριότητα για να υπονομεύσουν με τη δράση τους, τη νόμιμη βία της εργατικής τάξης απέναντι στους αστούς και την τάξη τους. Αφετέρου, διότι ο ξεπεσμός τους, δεν ταιριάζει με την ηθική της εργατικής τάξης. Β. Από την τυπολογία του Μπρεχτ στα σύγχρονα «λούμπεν» φαινόμενα σε συνθήκες γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 2000, όταν έγινε πλέον φανερό ότι ο καπιταλισμός μπήκε για τα καλά σε μια περίοδο γενικευμένης κρίσης και ανατροπής ρυθμίσεων του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας», άρχισαν να περιορίζονται δραματικά οι όποιες παροχές κοινωνικής πρόνοιας διασφάλιζαν ένα ανεκτό επίπεδο ζωής και μπορούσαν να προσφέρουν τα στοιχειώδη σε τροφή, στέγαση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στις περιθωριακές ομάδες που συνωστίζονταν στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα θεωρείται ότι το λούμπεν προλεταριάτο διευρύνθηκε με ένα τμήμα των ανειδίκευτων εργατών που μεταναστεύουν από χώρες της Ασίας και της Αφρικής και μάλιστα οι νέες αυτές εργατικές μάζες θεωρείται ότι πληρούν περίπου τους ίδιους όρους και διαβιούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες με το ευρωπαϊκό υποπρολεταριάτο του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου. Β.1. Η πραγματικότητα της φτώχειας και της εξαθλίωσης την περίοδο της γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης. Η πραγματικότητα, όμως, της καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα με έκδηλο το φαινόμενο της γενικευμένης φτώχειας (σχετικής και απόλυτης), αποδεικνύει ότι ο κίνδυνος να βρεθεί κάποιος στο κοινωνικό περιθώριο είναι πλέον υπαρκτός, εφόσον ο αγώνας για την επιβίωση, είναι ένας καθημερινός αγώνας. Για την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, αλλά και των φτωχών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου , το να ζει κανείς στην απόλυτη φτώχεια σημαίνει απομόνωση, έλλειψη πληροφόρησης για τις αιτίες που τη γεννούν, αίσθηση ανημποριάς και μοναξιάς, και τελικά απουσία στήριξης από συγγενικά δίκτυα που μέχρι πρότινος μπορούσαν να ενισχύουν τα αδύναμα μέλη. Πολλοί είναι εκείνοι οι συνάνθρωποί μας που καθημερινά ζουν καθημερινά με σοβαρές ελλείψεις για τα στοιχειώδη. Δεν μπορούν να εξασφαλίσουν το πιάτο της ημέρας, με δυσκολία αγοράζουν τα φάρμακα, ενώ η επίσκεψη στον οδοντίατρο θεωρείται αδιανόητη και συνεχώς αναβάλλεται. Οι περιορισμένες έτσι κι αλλιώς λαϊκές αποταμιεύσεις έχουν εξαντληθεί, ενώ η ανεργία και μια πιθανή αρρώστια, ατύχημα ή χρεοκοπία, βυθίζουν τα νοικοκυριά στα χρέη και στην ανασφάλεια. Επίσης, δεν είναι λίγοι εκείνοι που κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους από τις τράπεζες ή αδυνατούν να πληρώσουν τα στεγαστικά δάνεια. Αυτά όλα, αν συνδεθούν με τα μέτρα αυστηρής λιτότητας (μείωση μισθών και συντάξεων, αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας), τότε γίνεται σαφές ότι δημιουργείται ένα εκρηκτικό μείγμα με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προϋποθέσεις για τη μαζική εξαθλίωση του ελληνικού λαού. Κατά συνέπεια και με δεδομένο ότι η φτώχεια περιορίζει την πρόσβαση στα θεμελιώδη, έστω, δικαιώματα που ενυπάρχουν στο αστικό δίκαιο, τα ερωτήματα που τίθενται σχετίζονται με το προς τα πού θα στραφούν αυτά τα εξαθλιωμένα στρώματα, εάν κι εφόσον αποδεχόμαστε ότι είναι τα τραγικά θύματα μιας απάνθρωπης κοινωνίας, της καπιταλιστικής κοινωνίας: Στην αποδοχή και την υποταγή της φτωχοποίησης που διασφαλίζει απλά και μόνο τους όρους μιας απάνθρωπης και άθλιας επιβίωσης; Στη στροφή ένα μέρος των απόλυτα εξαθλιωμένων ανθρώπων μέσα από την αδρανοποίηση και την απόγνωση και τον κίνδυνο να υποπέσουν σε μια κατάσταση λούμπεν; Ή στη συμμετοχή σε ταξικούς αγώνες για την ανατροπή της υφιστάμενης κατάστασης και την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, της σοσιαλιστικής; Β.2. Η απώλεια της ταξικής συνείδησης και οι συνέπειες Το πιο έκδηλο χαρακτηριστικό όσων εντάσσονται στο λούμπεν προλεταριάτο είναι η έλλειψη ταξικής συνείδησης που σημαίνει ολική άρνηση και αποστράτευση από τον ταξικό αγώνα για την ανατροπή του συστήματος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Σε γενικές γραμμές, τ’ άτομα αυτά, έχουν απολέσει κάθε υλικό και πνευματικό υπόβαθρο, το οποίο, και με την παρέμβαση του επαναστατικού υποκειμένου θα τα καθιστούσε ικανά να συνειδητοποιήσουν τη βασική αντίφαση της εποχής μας (κεφάλαιο- εργασία). Επόμενα δεν αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα κοινής δράσης και αλληλεγγύης με την υπόλοιπη εργατική τάξη κι ανάμεσά τους εκλείπει κάθε δεσμός (ηθικός, συναισθηματισμός, ταξικός), πέρα από τις ομάδες που δικαιολογούν την αποδοχή της απλής επιβίωσης και συντήρησης. Η έλλειψη ταξικής συνείδησης στο λούμπεν προλεταριάτο, συνυπάρχει με τον κοινωνικό χώρο του περιθωρίου, ο οποίος καλλιεργεί την περιθωριακή ιδεολογία αντίστοιχη με τον βαθμό ενσωμάτωσης. Η ιδεολογία αυτή εμπεριέχει ένα σύστημα απαξιών: διάθεση «φυγής», «απόστασης», μη συμμετοχής (συνειδητής ή ασυνείδητης), στις κοινωνικές συγκρούσεις κι αντιθέσεις, παρασιτικός τρόπος ζωής, εγκληματική δραστηριότητα. Τι πρέπει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο: Η περιθωριακότητα και ο κοινωνικός αποκλεισμός ατόμων και κοινωνικών ομάδων, παρά τις περί αντιθέτου κατά καιρούς διακηρύξεις, είναι μια ώθηση της κυρίαρχης τάξης που μέσα από την κρίση της επιδιώκει την άμβλυνση της ταξικής πάλης. Κατά συνέπεια οι όροι φτώχεια, καταπίεση, εκμετάλλευση, υπεραξία, ως έννοιες και μεθοδολογικά εργαλεία που ερμηνεύουν την κοινωνική πραγματικότητα και τις διάφορες εκφάνσεις αυτής, όπως το ρόλο του εφεδρικού στρατού των ανέργων και αυτής του λούμπεν προλεταριάτου, σταθερά εκτοπίζονται από μια τέτοια προσέγγιση. Οι αστοί και οι οπορτουνιστές ερμηνεύουν το κοινωνικό περιθώριο και το ταυτίζουν με το έγκλημα και την παραβατική, εκτός νόμιμων ορίων, κοινωνική δράση- πράξη. Θεωρούνται δηλαδή τα περιθωριακά στρώματα του λούμπεν προλεταριάτου ότι είναι επιρρεπή στη διάπραξη έκνομων πράξεων και μάλιστα τιμωρούνται για το λόγο αυτό αυστηρά και υποδειγματικά. Στην περίπτωση αυτή, οι επαίτες, οι πόρνες, οι ναρκομανείς, οι άστεγοι κλπ. προβάλλονται στην υπόλοιπη εργατική τάξη σαν εφιάλτης, ότι είναι πολύ πιθανόν δηλαδή να ξεπέσει σε αυτήν την κατάσταση κάθε εργάτης και εργάτρια, εάν κι εφόσον αγωνίζονται διεκδικώντας «ανέφικτα πράγματα ή πολύ περισσότερο αν αγωνίζονται για μια καλύτερη ζωή, επιλέγοντας τη σύγκρουση και τη ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική. Από την άλλη πλευρά, οι αστοί προσδίδουν πολιτικό περιεχόμενο στην έννοια του κοινωνικού περιθωρίου ταυτίζοντάς το είτε με την ατομική τρομοκρατία («δεξιάς» ή «αριστερής» απόκλισης), είτε εξομοιώνοντας την επαναστατική πάλη της εργατικής τάξης για λαϊκή συμμαχία με τα υπόλοιπα εκμεταλλευόμενα κοινωνικά στρώματα και τον αγώνα για την κατάληψη της εργατικής εξουσίας, με τη δράση των ακροδεξιών και νεοφασιστικών οργανώσεων («θεωρία των δύο άκρων»). Όμως, η παραπάνω διάκριση σχετικά με το χαρακτήρα του εγκλήματος των περιθωριακών είναι υποκριτική. Στις σύγχρονες κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες, το αστικό κράτος και ο ποινικός νόμος που νομοθετείται κι εφαρμόζεται, «κατασκευάζει» τους εγκληματίες και το έγκλημα είναι προϊόν του σαπίσματος αυτών των κοινωνιών. Παρόλα αυτά, η αστική τάξη προσπαθεί να ορίσει γενικά ως έγκλημα κάθε ενέργεια που αμφισβητεί το υφιστάμενο κοινωνικοπολιτικό σύστημα και το εκδιώκει με κάθε «νόμιμο» τρόπο (πολιτική επιστράτευση ναυτεργατών- ΜΕΤΡΟ, μαθητοδικεία, αγροτοδικεία κλπ.). Ενώ, από την άλλη πλευρά, νομιμοποιεί ή συγκαλύπτει το έγκλημα των καπιταλιστών και των λεγόμενων «λευκών κολάρων». Έτσι, στις διατάξεις του ποινικού συστήματος, τα οικονομικά εγκλήματα της αστικής τάξης, απείρως μεγαλύτερης σπουδαιότητας από αυτά, έστω των περιθωριακών στοιχείων, (καταλήστευση εργατικής δύναμης, απόκρυψη εισοδημάτων, φοροαπαλλαγές και καταδολιεύσεις, υποτιμολογήσεις- υπερτιμολογήσεις, εργατικά ατυχήματα κ.ά.) προβάλλονται και στιγματοποιούνται, όταν κι όποτε αυτό γίνει, ως εξαιρέσεις από το γενικό κανόνα, ως παραβάσεις και ιδιώνυμα αδικήματα, σε καμία περίπτωση όμως ως εγκληματικές και αντικοινωνικές πράξεις. Μπορεί στις φυλακές να συνωστίζονται και να μπαινοβγαίνουν άτομα παρατεταμένα περιθωριοποιημένα από την αγορά εργασίας, τα οποία η κοινωνική αποστέρηση από την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες τα οδήγησε στο έγκλημα (τα λεγόμενα «εγκλήματα χωρίς θύματα»), σε καμία όμως περίπτωση δεν κάθεται στο σκαμνί της δικαιοσύνης η ολιγαρχία του πλούτου, που συστηματικά και μεθοδευμένα παρανομεί και καταληστεύει το λαό. Όσα, τέτοιας υφής, παραδείγματα προβάλλονται τεχνηέντως από τα αστικά ΜΜΕ, το τελευταίο διάστημα, για υπουργούς, βουλευτές, δημάρχους, ανώτατα στελέχη επιχειρήσεων, μητροπολίτες, και άλλους, περισσότερο ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κόσμου παρά αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα. Β.3. Τι είναι σήμερα το λούμπεν προλεταριάτο;. Β.3.α. Τα άτομα που απαρτίζουν το κλασικό λούμπεν προλεταριάτο ή κουρελοπρολεταριάτο συναντώνται ως θαμώνες στα μεγάλα αστικά κέντρα και ως τέτοιο υπόστρωμα περιλαμβάνει διάφορες περιπτώσεις, όπως πένητες, ναρκομανείς, μέλη διαλυμένων οικογενειών, άτομα με φυσικές ή ψυχικές μειονεξίες, αλκοολικούς, χαρτοπαίκτες, πόρνες κι άλλες ομάδες «απόκληρων» κι «απόβλητων». Είναι συνήθως άστεγοι και προσωρινά καταφεύγουν για προστασία σε εγκαταλειμμένα- παραμελημένα κτίρια του κέντρου, στην περίπτωση της Αθήνας (κατ’ αναλογία των SLUM στη δυτική Ευρώπη), σε συνοικίες ή σε γειτονιές που δεν ανοικοδομήθηκαν για να δοθούν σε άλλες χρήσεις (ιδίως στην εξυπηρέτηση του διευρυνόμενου εμποροδιοικητικού κέντρου μετά τη μετοικεσία της αστικής τάξης και των ανώτερων τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων στα βόρεια και νότια προάστια του λεκανοπέδιου). Αλλά και σε «τρώγλες», «παγκάκια», γενικότερα σε κάθε είδος προσωρινών καταλυμάτων που προσφέρουν στοιχειώδεις προφυλάξεις από τα έντονα καιρικά φαινόμενα και την εγκληματικότητα των «άλλων». Συνήθως, οι ρακένδυτοι και οι άστεγοι επαιτούν σε κεντρικά σημεία της πόλης ή στα ΜΜΜ (ΜΕΤΡΟ, ΗΣΑΠ) ή προβαίνουν σε μικροαπατεωνιές (κλεψιές, «παπατζήδες»). Βρίσκονται, συνεχώς, σε μια κατάσταση κοινωνικής αποχαύνωσης. Σε σχέση με το δείκτη εκπαίδευσης, πρόκειται κατά κανόνα για άτομα υποεκπαιδευμένα, κοινωνικά αμόρφωτα, άξεστα. Αισθάνονται «ελεύθεροι», γιατί αισθάνονται ότι δε λογοδοτούν πουθενά. Η γκετοποίηση τούς δίνει την αίσθηση ότι συγκροτούν ειδική πολιτισμική κοινωνική ομάδα. Η σύγκρουση με τους μηχανισμούς του κράτους και του παρακράτους είναι αναπόφευκτη, αλλά δεν έχει ταξικά χαρακτηριστικά. Κατανοούν ότι χρησιμοποιούνται, ότι «ρίχνονται», αλλά είναι πάντα πρόθυμα να «πουληθούν» για αντιδραστικές ενέργειες Β.3.β. Οι μετανάστες: Συνυπάρχουν με το λούμπεν προλεταριάτο των πόλεων αλλά θα ήταν απλουστευτική γενίκευση αν υποστηρίζαμε ότι ανήκουν σε αυτό. Κινούνται στον ίδιο αστεακό χώρο και γίνονται αντικείμενα αισχρής εκμετάλλευσης σε εργασία «ήλιο με ήλιο» (βενζινάδικα, φασόν) ή σε φανάρια (ως μικροπωλητές, στον καθαρισμό τζαμιών αυτοκινήτων κ.α.). Πιέζονται από τις συμμορίες (Ελλήνων- αλλοδαπών, μεικτές) να ενταχθούν στην οργανωμένη εγκληματικότητα. Είναι τα πρώτα θύματα του κοινωνικού ρατσισμού και της δράσης των παρακρατικών και φασιστικών ομάδων. Οι οικονομικοί μετανάστες- όμως, δεν ανήκουν στο λούμπεν προλεταριάτο των αστικών κέντρων, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους, για δυο λόγους: Αρχικά, διότι έντονα επιθυμούν να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη ή να απασχοληθούν ευκαιριακά για όσο χρονικό διάστημα παραμείνουν στην Ελλάδα, αλλά και διότι έχουν περιθώρια να ενταχθούν στο ταξικό κίνημα. Ένα μέρος τους όμως, εξαιτίας της παρατεταμένης φτώχειας και κυρίως λόγω της πείνας, υιοθετεί συμπεριφορές σαν αυτές του λούμπεν προλεταριάτου. Β.3.γ. Τα κακοποιά στοιχεία, κλέφτες καθ’ έξιν, τσιλιαδόροι, εκβιαστές, «προστάτες», «αβανταδόροι», «λαμόγια», αλήτες, συγκροτούν συμμορίες κι αποτελούν τον πιο σκληρό πυρήνα του λούμπεν προλεταριάτου. Από αυτά τα κακοποιά στοιχεία στρατολογούνται οι τραμπούκοι που κυκλοφορούν με εξωραϊσμένο πρόσωπο και με σκοπό να νομιμοποιήσουν την καταστολή απέναντι στο ταξικό κίνημα ή να το προβοκάρουν. Συχνά παρουσιάζεται ένας ανελέητος αγώνας και συγκρούσεις μεταξύ τους για τον έλεγχο του χώρου δράσης, χωρίς όμως αξιακά χαρακτηριστικά. Συσπειρώνονται γύρω από τον «αρχηγό» και υπακούουν σε ένα αυστηρό, ιεραρχικό σύστημα εξουσίας. Μιμούνται ως κακέκτυπα, ως αντεστραμμένη εικόνα, την ίδια ανηθικότητα της αστικής τάξης. Έχουν τις δικές τους ιεραρχικές δομές και επίπεδα εξουσίας- και επιρροής. Β.3.δ. Το «εν μέρει λούμπεν προλεταριάτο» : Ως κοινωνικό υπόστρωμα, το εξαθλιωμένο προλεταριάτο αποτελεί μια νέα «υποτάξη» που μεγεθύνεται με το πέρασμα του χρόνου. Συνωστίζεται στις παρυφές της κοινωνίας με κύριο χαρακτηριστικό ότι δεν αποδέχεται τη μονιμότητα της κοινωνικής του αυτής «πτώσης». Σ’ αυτή συγκαταλέγονται άτομα από «ξεπεσμένους» εργάτες, συνήθως μακροχρόνια άνεργους ή που απολύθηκαν λίγο πριν τη συνταξιοδότηση, καταστραμμένους επαγγελματοβιοτέχνες, πρώην αγρότες, αποφυλακισμένους- απεξαρτημένους- ΑΜΕΑ που δεν επανεντάχθηκαν ποτέ ενεργητικά στην κοινωνία, κυρίως λόγω της παρατεταμένης ανεργίας. Πριν την κοινωνική τους «κατάπτωση». δεν είχαν σταθερή επικοινωνία με τις οργανώσεις του ταξικού εργατικού κινήματος και δεν ενστερνίστηκαν τις αξίες της συλλογικής δράσης και του ταξικού αγώνα. Δεν υιοθετούν αυτόματα τον τρόπο ζωής των παλαιών περιθωριακών, αλλά ως νέα υποτάξη κυριαρχούνται από αρνητικά συναισθήματα με έντονες αυτοκαταστροφικές διαθέσεις (κατάθλιψη, τάση προς αυτοκτονία). Αποφεύγουν να συνυπάρχουν με τους «ξεπεσμένους» - «περιθωριακούς» και προσανατολίζονται σε χώρους που εξασφαλίζουν μια στοιχειώδη προστασία και δυνατότητες στέγασης, διατροφής (μετρό, αεροδρόμιο, γήπεδα, άλλοι φυλασσόμενοι χώροι όπως σε δημαρχεία, νοσοκομεία, κ.α.) και στοιχειώδη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Επιζητούν πρόσκαιρες λύσεις απασχόλησης σε θελήματα- «αγγαρείες». Παρουσιάζονται συνήθως με ελλιπές μορφωτικό- πολιτιστικό κεφάλαιο, με την κυριαρχία ισχυρών στοιχείων της υποκουλτούρας. Για τα «εν δυνάμει» νέα αυτά τμήματα του λούμπεν προλεταριάτου, η «υποκουλτούρα εξάρτησης» που χαρακτηρίζει τα παλαιότερα (άρνηση να εργαστούν ως επιλεγμένο στυλ κοινωνικής συμπεριφοράς, έκδηλη περιφρόνηση του αστικού τρόπου ζωής) παρουσιάζεται σε μια νέα εκδοχή, αυτής της υποταξικής υποκουλτούρας ανέργων. Τα άτομα αυτά εκλαμβάνουν τον αδυσώπητο καπιταλιστικό νόμο της καταστροφής κεφαλαίου ως προσωπική ανικανότητα και αποτυχία, ως έλλειψη επαρκών ατομικών ικανοτήτων να ανταπεξέλθουν στο κυρίαρχο ανταγωνιστικό πλαίσιο που επιβάλει η γενικευμένη καπιταλιστική κρίση. Απομονωμένα και στιγματισμένα από το στενό οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο, κατεστραμμένα σωματικά και ψυχικά, φιλάσθενα και με αυτοκαταστροφικές διαθέσεις, είτε θα οδηγηθούν, όπως τα παλαιά στην απόλυτη εξαθλίωση (στην επαιτεία, στα ναρκωτικά, τον αλκοολισμό, τις μεταδοτικές ασθένειες) και ενδεχομένως θα καταλήξουν, ή ορισμένοι θα στρατολογηθούν και θα χρησιμοποιηθούν από τις φασιστικές οργανώσεις ως «μπράβοι», «απεργοσπάστες», «στημένοι κλακαδόροι» αντισυγκεντρώσεων, για να χτυπήσουν το οργανωμένο ταξικό κίνημα και το κόμμα του. Β.3.ε. Δίπλα στον κόσμο των μικροπαρανόμων, του υπόκοσμου και του «εν μέρει λούμπεν προλεταριάτου» υπάρχει και ο κόσμος του μεγάλου εγκλήματος (μεγαλέμποροι ναρκωτικών- όπλων, αρχαιοκάπηλοι, σωματέμποροι, διακινητές πορνογραφικού υλικού (και παιδικού), τζογαδόροι, παράνομο στοίχημα, προστάτες νυχτερινών κέντρων κ.ά). Η ομάδα αυτή, θεωρείται, ότι δεν εντάσσεται στα κλασικά μικροκακοποιά στοιχεία, αλλά συνιστούν μια ευδιάκριτη κατηγορία που εντάσσεται στην μπουρζουαζία. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των ομάδων είναι η ικανότητά τους να ξεφεύγουν από τις δαγκάνες του ποινικού νόμου χρησιμοποιώντας κάθε είδους μεθόδων (μεγαλοδικηγόροι, προσβάσεις στους μηχανισμούς τους κράτους, εκβιασμοί κ.ά.) και με τον τρόπο αυτό αφενός τα μεγέθη των κερδών τους, τους δίνουν το δικαίωμα να κάνουν μια προκλητική ζωή, υιοθετώντας, με παρακμιακό τρόπο, τα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς της αστικής τάξης, αφετέρου, επιδεικνύουν μιαν εξαιρετική ικανότητα να συναλλάσσονται με τους εργοδοτικούς μηχανισμούς και να προστατεύουν τα συνολικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Ανακεφαλαίωση και συμπεράσματα 1. Ο Μπρεχτ δεν ήταν κοινωνιολόγος. Καταφέρνει, όμως, να διεισδύσει στα κοινωνικά δρώμενα της εποχής του και να καταγράψει μια πρωτότυπη κοινωνιολογική ανάλυση των κοινωνικών τάξεων της εποχής του παραδίδοντας ένα εκλαϊκευμένο λογοτεχνικό έργο, όπως το «Ρομάντσο της πεντάρας». Δέχεται ότι οι μικροπαραβατικές πράξεις, η ανομία, η έλλειψη σεβασμού στο κυρίαρχο και υποκριτικό στυλ ζωής της αστικής τάξης είναι μια αδυσώπητη πραγματικότητα, την οποία αναλύει πέρα κι έξω από τα προπαρασκευασμένα σχήματα περί ανηθικότητας που πρεσβεύει η αστική κοινωνική θεωρία και η επίσημη αστική ηθική. Επικεντρώνει την κριτική του στους περιθωριακούς τύπους και στις εγκληματικές πράξεις που διαπράττουν στον «αθέατο» κόσμο της παρανομίας και στην εφαρμογή ενός ιδιόμορφου καθεστώτος εκμετάλλευσης που αυτές οι κοινωνικές ομάδες υφίστανται, πότε με τη συνεργία (ανάμειξη) των επίσημων κρατικών αρχών (αστυνομία, δικαιοσύνη, τράπεζες) και πότε με την ανοχή τους. Στόχος του είναι η αποκάλυψη των κεφαλαιοκρατών και η παρουσίασή τους ως «άρχοντες» του υποκόσμου, που τα ιδιοτελή συμφέροντά τους αποτελούν την αιτία άλλοτε για λυκοφιλίες μεταξύ τους ή με το κράτος κι άλλοτε με το να παίρνουν το χαρακτήρα της ανοικτής, μέχρι τέλους, εξόντωσης του αντιπάλου. Γενικότερα, ο Μπρεχτ με τον ιδιαίτερο, δικό του τρόπο, επιχειρεί μια πρωτότυπη ανάλυση των ταξικών δομών της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, επικεντρώνοντας στο θέμα του λούμπεν προλεταριάτου και ταυτόχρονα αφήνει το περιθώριο εκείνο στον αναγνώστη του μυθιστορήματος ή στον θεατή του θεατρικού έργου να κατανοήσει πρώτιστα τους νόμους της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και κατ’ επέκταση τον ειδικό ρόλο του παρασιτικού αυτού κοινωνικού στρώματος. Άλλωστε η λογοτεχνία, το θέατρο, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια μορφή της τέχνης, δηλαδή μια ιδιαίτερη μορφή της κοινωνικής συνείδησης που αντιπροσωπεύει την αντανάκλαση του κόσμου μέσω της αισθητικής του αφομοίωσης. Κι ο επαναστάτης- διανοούμενος, όπως ο Μπρεχτ, κρινόμενος από το σύνολο του έργου του, κι όχι μεμονωμένα, στο «Ρομάντσο της πεντάρας», προτείνει- υποδεικνύει- παλεύει, η παραπάνω κριτική στάση- κατασκευή του αναγνώστη- θεατή, να τον οδηγεί στην κατανόηση από τη μια του ιστορικά ξεπερασμένου χαρακτήρα του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού και από την άλλη στην ανάγκη της συστράτευσής του στην πάλη με σκοπό την οικοδόμηση του σοσιαλισμού- κομμουνισμού. 2. Γίνεται φανερό, ότι η κυρίαρχη ιδεολογία, όταν κι εφόσον αναφέρεται στο λούμπεν προλεταριάτο, από τη μια πλευρά, μιλά γενικά για τον αντικοινωνικό του ρόλο ως κοινωνικού υποστρώματος. Από την άλλη πλευρά, όμως, θεωρεί ότι η κατάπτωση στο «λούμπεν», ναι μεν συνιστά την πιο ακραία κατάληξη της εξαθλίωσης και του απομονωτισμού, αλλά και, σε ένα αριθμό περιπτώσεων, το περιθωριακό στυλ που επιλέγεται από τους απόκληρους εκλαμβάνεται ότι έχει τη δική του γοητεία και τη δική του ιδιαίτερη θεώρηση του κόσμου. 3. Θεωρούμε ότι η αναγκαιότητα της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης και ευρύτερης ενεργοποίησης του ταξικού εργατικού κινήματος είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της ενότητας και της μαζικότητας της εργατικής τάξης. Η περιθωριοποπιηση που υφίστανται τα πιο τραγικά θύματα της καπιταλιστικής κρίσης δεν πρέπει επί ουδενί να μετατραπεί και σε ταξικό αποκλεισμό, διότι οι πολυπλόκαμοι μηχανισμοί του αστικού κράτους επενδύουν στην κοινωνική αποστροφή που προκαλούν οι κοινωνικές αυτές ομάδες. Στην πραγματικότητα οι αστοί δεν ενδιαφέρονται τόσο για τα ξεπεσμένα «κουρέλια», αλλά για τα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού που βρίσκονται σε κίνδυνο οριστικού ξεπέσματος σε μια κατάσταση «λούμπεν» που προσβλέπουν στο να επιτελέσουν το βρώμικο ρόλο του απεργοσπατικού- παρακρατικού μηχανισμού, γενικότερα έναν αντικοινωνικό ρόλο που να φοβίζει τα αγωνιζόμενα λαϊκά στρώματα. Για τις περιπτώσεις αυτές των εργαζομένων από τα φτωχά λαϊκά στρώματα, που οι στατιστικές τα υπολογίζουν σήμερα κοντά στις 20.000, πρέπει να σημειώσουμε τα εξής: Όπως απεριόριστες είναι οι δυνατότητες της ανθρώπινης προσωπικότητας να περιχαρακωθεί και να αποχαυνωθεί, έτσι απεριόριστες είναι και οι δυνατότητες να επανέλθει σε μια κοινωνία, τη σοσιαλιστική κοινωνία, που οι αρχές της θα διέπονται από σεβασμό της ανθρώπινης προσωπικότητας. Και προς αυτήν την κατεύθυνση ο ρόλος του ταξικού κινήματος είναι αναντικατάστατος. Στα πλαίσια αυτά η μελέτη του έργου του Μπέρτολτ Μπρεχτ αποτελεί πολύτιμη συμβολή. Κασσελούρης Θωμάς • Εκπαιδευτικός- διδάκτωρ κοινωνιολογίας • 6976438879 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Μπ. Μπρεχτ, Το Ρομάντσο της πεντάρας, μτφ Μ. ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ, εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ, 1976. 2. Κ. Μαρξ, ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ, τ. Α’, εκδ. ΣΤΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1995. 3. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ΔΙΑΛΕΧΤΑ ΕΡΓΑ, εκδ. ΓΝΩΣΕΙΣ. 4. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, εκδ. GUTENBERG, τ. Α΄-Β΄. 5. Κ. Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στην Αγγλία, ΔΙΑΛΕΧΤΑ ΕΡΓΑ, εκδ. ΓΝΩΣΕΙΣ. 6. Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, ΔΙΑΛΕΧΤΑ ΕΡΓΑ ,εκδ. ΓΝΩΣΕΙΣ. 7. Φ. Ένγκελς, Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία, ΔΙΑΛΕΧΤΑ ΕΡΓΑ ,εκδ. ΓΝΩΣΕΙΣ. 8. Φ. Ένγκελς, Η εξέλιξη του σοσιαλισμού, εκδ. ΓΝΩΣΕΙΣ, ΔΙΑΛΕΧΤΑ ΕΡΓΑ. 9. Φ. Ένγκελς, Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, εκδ. ΜΠΑΫΡΟΝ, 1974. 10. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, τ. 3, εκδ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ. 11. Λένιν Β.Ι., Προς τη φτωχολογιά του χωριού, εκδ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, τ. 7, 1977. 12. Μ.Μ. Ρόζενταλ, Φιλοσοφικό λεξικό, εκδ. ΓΝΩΣΕΙΣ, 1976. 13. Θ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ- Ν. ΣΤΑΜΑΤΑΚΗΣ, ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, εκδ. GUTENBERG, 1992. 14. Κ.ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ- ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ. 15. ABERCROMBIE- STERHEN-TURNER, ΛΕΞΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, 1992. 16. Ο. ΦΟΣΤΕΡ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ, εκδ. ΑΘΗΝΑ, 1975. 17. ΕΚΚΕ, ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, τ. Α-Β, 1999. 18. ΙΔΡΥΜΑ ΣΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑ, Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός, 1999. 19. Η. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ, Η εγκληματικότητα της κοινωνικής διαντίδρασης, εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1985. 20. Δ. Γ. ΤΣΑΟΥΣΗ, Η κοινωνία του ανθρώπου, εκδ. GUTENBERG, 1985.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αποχαιρετιστήρια ομιλία στους μαθητές της ΣΤ΄ τάξης

Οργανικός και Λειτουργικός Αναλφαβητισμός: Εννοιολογικοί προσδιορισμοί

Ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ για παιδιά στα σχολικά εγχειρίδια. Ερμηνευτική και διδακτική προσέγγιση στο ποίημα της ΣΤ΄ τάξης "Οι Χτίστες". Nazim Hikmet's poems for children in school textbooks. Interpretative and didactic approach in the sixth grade poem by "Builders"