Η διερεύνηση των σχέσεων ανάμεσα στον αναλφαβητισμό και στον κοινωνικό αποκλεισμό (Exploring the relationship between illiteracy and social exclusion)


2.2. Κοινωνικός αποκλεισμός Η διερεύνηση των σχέσεων ανάμεσα στον αναλφαβητισμό και στον κοινωνικό αποκλεισμό, που συνιστά το αντικείμενο της παρούσας έρευνας, προϋποθέτει την αποσαφήνιση της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού, όρος που εμφανίζεται ολοένα και συχνότερα στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία. Ο όρος «κοινωνικός αποκλεισμός» αποτελείται από δυο λέξεις-κλειδιά φορτισμένες με ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτική σημασία: το ουσιαστικό «αποκλεισμός» (exclusion) προσδιορίζει την κύρια έννοια του όρου. Προέρχεται από το ρήμα «αποκλείω» (exclude) με το οποίο μπορούν να αποδοθούν διάφορες σημασίες. Πρώτα απ’ όλα στην κυριολεκτική σημασία της λέξης σηματοδοτείται η απαγόρευση ή η παρεμπόδιση εισόδου ή εξόδου από μια φυσική- κοινωνική πραγματικότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η χρήση του «αποκλείω» και του «αποκλεισμός» εμπεριέχει τη συνειδητή άρνηση για ισότιμη συμμετοχή σε αυτήν την πραγματικότητα, όπως την απαγόρευση συμμετοχής σε διαγωνισμό, σε αγώνες, την παρεμπόδιση κίνησης ή μεταφοράς κλπ. Η χρήση του παραπάνω όρου είναι συνήθης τόσο στην καθημερινή γλώσσα όσο και στην ειδική επιστημονική ορολογία. Έχει δε μεγάλη απήχηση και χρησιμοποιείται με ευκολία στη γλώσσα του τύπου κι αποτυπώνεται σε αρκετά από τα δημοσιεύματά του. Για να μπορεί, όμως, ο όρος «αποκλεισμός» να αποδώσει με επάρκεια την κατάσταση της παρεμπόδισης στο επίπεδο των λειτουργιών μιας κοινωνίας, χρησιμοποιείται ο επιθετικός προσδιορισμός «κοινωνικός» (social) που αναφέρεται στο είδος του αποκλεισμού. Έτσι με τον όρο κοινωνικός αποκλεισμός (social exclusion) αναφερόμαστε σε μια δεδομένη κοινωνική πραγματικότητα στην οποία αποθεμελιώνονται τα βασικά κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά δικαιώματα, αγαθά και υπηρεσίες. Στη φάση του ανεπτυγμένου αστικού κράτους κι αναφορικά με αυτά τα δικαιώματα, προϋπόθεση τίθεται η ύπαρξη ενός κράτους δικαίου στο οποίο κι αναγνωρίζονται. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όταν ο αποκλεισμός μεταφέρεται στο πεδίο της ερμηνείας μερών και καταστάσεων της κοινωνικής πραγματικότητας, συνάδει με την έννοια του «παρεμποδίζω» και της «παρεμπόδισης» (obstruction), δηλαδή της εθελούσιας άρνησης για την επίτευξη ενός σκοπού από τη μεριά των οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά ισχυρών κοινωνικών ομάδων προς τις λιγότερο, ως προς αυτή τη δύναμη, ομάδες. Κορυφαία έκφραση αυτής της παρεμπόδισης στο οικονομικό πεδίο είναι η ανισότιμη κατανομή και κατοχή του ανθρώπινου πλούτου, ως αποτέλεσμα της ανισομερούς ανάπτυξης στο σύγχρονο κόσμο σε συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Στην περίπτωση του πολιτικού με τον όρο κοινωνικός αποκλεισμός, η αναφορά ερμηνεύεται με την ολοκληρωτική ή την εν μέρει άρνηση του δικαιώματος συμμετοχής σε μια δραστηριότητα ή ενέργεια κοινωνικού, πολιτικού ή οικονομικού περιεχομένου. Στην περίπτωση του πολιτιστικού, ο όρος αναφέρεται στα εμπόδια που ορθώνονται από τον κυρίαρχο πολιτισμό των ισχυρών κοινωνικών τάξεων στη διάδοση του πολιτισμού. Εδώ εντάσσονται τα παραδείγματα της διάκρισης των πολιτισμικών και οικονομικών μειονοτήτων (πχ. αθίγγανων, μεταναστών, προσφύγων) και των ΑΜΕΑ. Η έκφραση «κοινωνικός αποκλεισμός» σχετίζεται άμεσα με την αντιπαράθεση σχετικά με το περιεχόμενο των κοινωνικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν στην Ευρώπη τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και είχαν ως πεδίο αναφοράς τους «απόκληρους» (underclass) της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Ο Madanipour αναφέρεται στο ότι ο «κοινωνικός αποκλεισμός είναι προσδιορισμένος ως μια πολυδιάστατη διαδικασία μέσα στην οποία ποικίλα είδη αποκλεισμού συγκαταλέγονται, όπως η (περιορισμένη) συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, η περιορισμένη πρόσβαση στη διαμόρφωση των πολιτικών διαδικασιών, η μη πρόσβαση στην εργασία και κατ’ αυτόν τον τρόπο στον υλικό πλούτο της κοινωνίας». Παρά τη γενικευμένη χρήση του τα τελευταία χρόνια, ο κοινωνικός αποκλεισμός, ως όρος και έννοια και σε αντίθεση με τον αναλφαβητισμό, συναντάται πολύ δύσκολα στα ευρετήρια ύλης των κοινωνιολογικών λεξικών και των εγκυκλοπαιδειών. Επίσης, και στην καθημερινή γλώσσα, δε συναντάται με την ίδια συχνότητα η φράση «κοινωνικά αποκλεισμένος», σε αντίθεση με τη φράση «αναλφάβητος» ή «αγράμματος». Αλλά και μέσα στον καθεαυτό επιστημονικό λόγο δεν παρατηρείται μια καθολική συμφωνία στη χρήση του όρου. Αυτή η εννοιολογική ασυμφωνία εκφράζει και τις δυσκολίες προσέγγισης και περιγραφής του φαινομένου. Μπορεί στον καθεαυτό επιστημονικό λόγο και στη δημοσιογραφική γραφή με τον όρο «κοινωνικός αποκλεισμός» να προσδιορίζεται μια αρνητική κατάσταση, για τη σχέση ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας με το κοινωνικό γίγνεσθαι, αλλά αυτό εξαντλείται είτε μόνο μέσα από την περιγραφή των ομάδων και των καταστάσεων που συνδέονται με αυτόν, χωρίς να γίνεται αναφορά στους μηχανισμούς και στις διαδικασίες διαμόρφωσης του φαινομένου. Από την άλλη πλευρά, η θεώρηση του κοινωνικού αποκλεισμού ως ιδιαίτερου ερευνητικού αντικειμένου πήρε εξαρχής πολιτικά χαρακτηριστικά, εξαιτίας, της άμεσης εμπλοκής των κρατικών και ευρωπαϊκών οργάνων και φορέων. Στις θεωρήσεις επίσημων φορέων και οργανισμών, όπως για παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιχειρείται να γίνει αναφορά τόσο στις περιγραφόμενες ομάδες, όσο και στις διαδικασίες και στα αίτια που προκαλούν το φαινόμενο πχ. τον αναλφαβητισμό. Την ίδια περίοδο αρχίζει να χρησιμοποιείται ο όρος κοινωνικός αποκλεισμός και από διεθνείς οργανισμούς και να συνδέεται με παγκόσμια προβλήματα, όπως είναι η φτώχεια, ο αναλφαβητισμός, το έιτζ κλπ. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα: «Σήμερα η έννοια της μόρφωσης δεν περιορίζεται στην ανάγνωση, τη γραφή και την κατανόηση θεμελιωδών επιστημονικών εννοιών: η εκπαίδευση πρέπει επίσης να προσφέρει πρόσβαση σε ειδικότητες αλλά και στην τεχνογνωσία που θα δίνει την ικανότητα στο άτομο να βρει τη θέση του /της στην κοινωνία. Πρέπει επίσης να υπάρξει ένα σχολείο δημοκρατίας, γιατί η ασφαλέστερη άμυνα της πόλης είναι οι μορφωμένοι και οι υπεύθυνοι πολίτες. Η εκπαίδευση πρέπει να είναι προσιτή σε όλα τα στάδια της ζωής, ώστε να δίνει μια «δεύτερη ευκαιρία» στους αποκλεισμένους και να προσφέρει σε κάθε άτομο τη δυνατότητα να προσαρμόζεται σε έναν κόσμο και σε ένα εργασιακό περιβάλλον που αλλάζουν. Πρέπει να προσφέρει πρόσβαση κατ’ αρχάς στη στοιχειώδη γνώση και ύστερα να κάνει διαθέσιμα στη διάρκεια της ζωής –όχι μόνο στο σχολείο αλλά εξίσου και στη μη- επίσημη και στην ανεπίσημη εκπαίδευση- αυτά που ο Ρόμπερτ Καρνέιρο, στα «Κλειδιά για τον 21ο Αιώνα» ονομάζει «αντίδοτα στην αμάθεια». Είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτή η προσπάθεια θα φέρει καρπούς μόνο αν η εκπαίδευση για όλους ενταχθεί σε προγράμματα εθνικής ανάπτυξης και μείωση της φτώχειας. Για σήμερα, η ουσιώδης σύνδεση της εκπαίδευσης με την ανάπτυξη και τη μείωση της φτώχειας αναγνωρίζεται διεθνώς. Για το λόγο αυτό οι φτωχοί και οι αποκλεισμένοι ιδιαιτέρως οι γυναίκες και τα κορίτσια, που πολύ συχνά στερούνται εκπαίδευσης, και οι περιθωριοποιημένες ομάδες- πρέπει να είναι οι κύριοι στόχοι της «Εκπαίδευσης για Όλους». Μετά την 11η Σεπτεμβρίου πρέπει επίσης να συλλογιστούμε ότι το να επενδύεις στην εκπαίδευση σημαίνει επένδυση εθνική και διεθνή ασφάλεια. Επειδή η εκπαίδευση, όπως έχει τονίσει ο Ζακ Ντελόρ, στηρίζεται σε τέσσερις «κολόνες»: να μάθεις να γνωρίζεις, να μάθεις να κάνεις, να μάθεις να είσαι και να μάθεις να ζεις μαζί. Η «Εκπαίδευση για όλους» είναι το καλύτερο υπόβαθρο για την ειρήνη, τόσο εντός όσο και μεταξύ των κρατών. Αλλά είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε το τίμημα για την ειρήνη; Σε εκείνους που παραπονούνταν για το κόστος της εκπαίδευσης, ο Αβραάμ Λίνκολν είχε πει: «Πολύ καλά κύριοι, δοκιμάστε τότε την άγνοια!». Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο όρος «κοινωνικός αποκλεισμός» διαδόθηκε ταχύτητα στον επιστημονικό κόσμο και υιοθετήθηκε από ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών, πολιτικών και επιστημονικών φορέων. Η δυνατότητα αυτή, δηλαδή το μεγάλο φάσμα κοινωνικών καταστάσεων που ο όρος επιχειρεί να συμπεριλάβει, τον καθιστούν αναγκαστικά ευρύ. Η ευρύτητα όμως του όρου, σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα και τη συνθετότητα των καταστάσεων και των σχετικών φαινομένων, δυσχεραίνει τον ακριβή εννοιολογικό του προσδιορισμό. Οι δυσχέρειες αυτές οδηγούν πολλές φορές σε θεωρήσεις μερικού χαρακτήρα, στις οποίες δίδεται έμφαση σε κάποιες όψεις του κοινωνικού αποκλεισμού και αναγκαστικά προβάλλονται και τονίζονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, ανάλογα με την τοποθέτηση του επιστήμονα ή του φορέα που τον διαπραγματεύεται. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, η οπτική γωνία που το κοινωνικό αυτό θέμα ερμηνεύεται, γίνεται από την πλευρά του αποκλειόμενου ή των αποκλειόμενων και επικεντρώνεται σε δυο ζητήματα: Αρχικά με την περιγραφή των κοινωνικών ομάδων που βρίσκονται σε κίνδυνο ή έχουν υποπέσει σε κοινωνικό αποκλεισμό και αφετέρου στα διάφορα χαρακτηριστικά των ατόμων, τόσο μεταξύ των διαφορετικών ομάδων όσο και στις διαφορές μεταξύ των ατόμων της ίδιας ομάδας. Ο βασικός κίνδυνος που τίθεται στο σημείο αυτό είναι με τον όρο κοινωνικός αποκλεισμός να συγκαλύπτεται κάθε αναφορά στους γενικότερους παράγοντες που παράγουν και αναπαράγουν αυτό το φαινόμενο και η ερμηνεία να απομακρύνεται πχ. από τον αλλοτριωτικό χαρακτήρα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, στο πλαίσιο των οποίων λειτουργούν οι αποκλειόμενοι. Ο κίνδυνος δηλαδή να θεωρηθεί μια κοινωνική ομάδα ή μεμονωμένα άτομα ως κοινωνικά αποκλεισμένα, ενέχει τον κίνδυνο να αγνοηθεί το γεγονός ότι μια ορισμένη ανεπάρκεια δεν μετατρέπεται αυτόματα, ούτε αποτελεί από μόνη της αιτία κοινωνικού αποκλεισμού. Ένας αναλφάβητος δεν είναι κατ’ ανάγκη, ούτε σε όλες τις περιπτώσεις άνεργος και άρα «εν δυνάμει» κοινωνικά αποκλεισμένος. Η μετατροπή μιας προσωρινής ανεπάρκειας σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού γίνεται μόνο ύστερα από την εμπλοκή των κοινωνικών σχέσεων στο πλαίσιο των οποίων ορίζονται οι προϋποθέσεις εργασιακής και κοινωνικής ένταξης ή περιθωριοποίησης. Η έννοια της μειονεξίας είναι σχετική και προπαντός κοινωνικά καθορισμένη. Αυτό που σε μια ορισμένη περίοδο θεωρείται μειονεξία μπορεί σε μια άλλη να μην είναι ή ένα θεωρούμενο πλεονέκτημα μιας εποχής ν’ απαξιώνεται σε μια άλλη. Οι ερμηνευτικές αυτές εκδοχές επιτελούν μια σημαντική ιδεολογική λειτουργία του προβλήματος που μεταφέρει τις ευθύνες από την κυρίαρχη δομή στα ίδια τα άτομα, ενοχοποιώντας τα για την κοινωνική τους κατάσταση και τελικά στιγματίζοντάς τα. Συνοπτικά, θα σημειώναμε, τα εμπόδια που ορθώνονται με τον όρο αυτό, συνίστανται τόσο στην εννοιολογική αποσαφήνισή του, όσο και με τη χρήση ενός καθολικού ορισμού που δε θα περιγράφει απλά, αλλά θα προδιαγράφει την πολιτική προσέγγισης και ερμηνείας του και θα αποτελεί τη λύση ή μέρος της διαιώνισης του προβλήματος. Συνεπώς, κάθε είδους ερμηνεία μερών ή καταστάσεων του κοινωνικού αποκλεισμού πρέπει να απαντά στα ερωτήματα: Η ύπαρξη περιορισμών στην πρόσβαση του «κοινωνικού» (σε αγαθά, υπηρεσίες, δικαιώματα), είναι περιορισμοί υποκειμενικοί ή αντικειμενικοί; Είναι ηθελημένοι περιορισμοί ή επιβάλλονται; 2.2.1. Προϊστορία του όρου Συγγενής έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού είναι η κοινωνική ανισότητα (social inequality). Η διαφορά των δύο όρων μπορεί να εντοπιστεί στη λειτουργική χρησιμοποίηση του καθενός: Με την κοινωνική ανισότητα αποδίδεται περισσότερο μια παγιωμένη κοινωνική κατάσταση που προέρχεται από την ταξική διαίρεση της κοινωνίας και παραπέμπει στη χρήση των ανάλογων εργαλείων για την κατανόησή της. Έτσι, με την κοινωνική ανισότητα στις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, αποδίδεται η άνιση απολαβή του πλούτου, της κοινωνικής δύναμης, της δόξας και του γοήτρου, της μόρφωσης κλπ. Δεν ερμηνεύεται συνεπώς μια κατάσταση σε καθαρά ατομικά πλαίσια αλλά σε σχέση με την κοινωνική ένταξη του ατόμου, η οποία δημιουργεί και τις άνισες ευκαιρίες και τις δυνατότητες που έχουν τα άτομα αυτά, ως μέλη μιας συγκεκριμένης τάξης, στο να βελτιώσουν ή να χειροτερεύσουν την κοινωνική τους θέση. Αντίθετα, με τον όρο «κοινωνικός αποκλεισμός» συγκεκριμενοποιείται περισσότερο η δυσχερής θέση ενός ατόμου ή μιας συγκεκριμένης ομάδας του πληθυσμού (πολιτισμικής, οικονομικής) να έχει όχι μόνο την αναγνώριση του δικαιώματος αλλά και τις προϋποθέσεις, ως προς την επίτευξη του σκοπού της αναγνώρισης, στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που διατίθενται για όλα τα μέλη της κοινωνίας και η οποία θέση παρεμποδίζεται από μια σειρά αποτρεπτικές συνθήκες που ορθώνονται απέναντι στα άτομα ή τις ομάδες αυτές. Μια άλλη διαφορά των δυο αυτών όρων προσδιορίζεται στην «προϊστορία» τους. Σαφώς, ο όρος «κοινωνική ανισότητα» έχει χρησιμοποιηθεί περισσότερο, τόσο ως ειδική επιστημονική ορολογία, όσο και στην καθημερινή γλώσσα. Αντίθετα, ο όρος «κοινωνικός αποκλεισμός», όπως σημειώθηκε και πιο πριν, συναντάται περισσότερο στην επιστημονική ορολογία και δεν έχει κατορθώσει ακόμη να περάσει στον καθημερινό λόγο. Αυτό, ως ένα σημείο, είναι φυσικό γιατί με την κοινωνική ανισότητα περιγράφεται η ακριβώς αντίθετη κατάσταση, από αυτήν της κοινωνικής ισότητας, η οποία αποτελεί την ουτοπία του κάθε κοινωνικού συστήματος. Έτσι, με την κοινωνική ανισότητα περιγράφονται οι δυσλειτουργίες, αντινομίες της υπάρχουσας κοινωνικής πραγματικότητας, έργο σαφώς ευκολότερο από ό,τι μπορεί να περιγραφεί με την κοινωνική ισότητα, η οποία έχει ως πεδίο αναφοράς γενικές ανθρωπιστικές αξίες. Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο, σχεδόν όλες οι πλευρές μιλούν για το στόχο της επίτευξης της ισότητας ή τη δραστική μείωση της ανισότητας. Ο στόχος μάλιστα της μείωσης της ανισότητας αποτελούσε βασική επιδίωξη όλων των σοσιαλδημοκρατικών και αριστερών κομμάτων και οι όποιες διαφορετικές ερμηνείες που παρατηρούνταν, αναφέρονταν σχετικά με την επίτευξή της ως προς τα μέσα, το χρόνο και το πολιτικό σύστημα που θα την εφάρμοζε. Μόνο οι ακραίες νεοφιλελεύθερες θεωρίες υποστήριζαν τη θέση ότι η ανισότητα λειτουργεί προωθητικά για την κοινωνία διότι εξασφαλίζει τη λειτουργικότητα. Σε αυτό αξίζει να σημειώσουμε τη θέση, ότι δεν πρέπει να μας απασχολεί το πόσο πλούσιοι γίνονται μερικοί στην κορυφή, αρκεί να υπάρχει κοινωνική κινητικότητα με βάση την αξιοκρατία. Στη βάση των παραπάνω παρατηρήσεων γίνεται κατανοητό ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός, μπορεί να εκληφθεί ως μια προσπάθεια ερμηνείας μερών της κοινωνικής πραγματικότητας που μέχρι τώρα καλύπτονταν από τον όρο κοινωνική ανισότητα. Θα μπορούσε γενικά να σημειωθεί ότι εμφανίζεται ή αιτιολογείται ως συνέπεια της κρίσης στα θεμέλια μιας κοινωνίας και η οποία επιφέρει την εξασθένιση των κοινωνικών δεσμών. Συνεπώς, το ζήτημα του κοινωνικού αποκλεισμού θα μπορούσε να αναζητηθεί, ως ερώτημα, στους κλασικούς κοινωνιολόγους σχετιζόμενο με το πώς οι κοινωνικοί δεσμοί ανασκευάζονται μέσα στις καπιταλιστικές ανταγωνιστικές κοινωνίες ως προς την επίτευξη της κοινωνικής αλληλεγγύης ( social solidarity) και της κοινωνικής συνοχής (social cohesion). Στην πρώτη περίπτωση αναζητούνται οι αμοιβαίες σχέσεις και οι δεσμοί που αναπτύσσονται ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα άτομα ή μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας και αναγνωρίζονται αμοιβαία τα δικαιώματά τους. Στη δεύτερη περίπτωση αναζητούνται οι ενοποιητικές κοινωνικές λειτουργίες από τη συνείδηση του «ΕΓΩ» με τον «ΑΛΛΟ» και από την ταύτιση των ατόμων με άλλα άτομα. Ως προς αυτά θα σημειώναμε τα εξής: Για τον Αύγουστο Κοντ (1798- 1857), που διατύπωσε το νόμο των τριών σταδίων (θεολογικό, μεταφυσικής ερμηνείας κι επιστημονικής- θετικής εξήγησης), η επιστήμη είναι μια επιστήμη παρατηρήσεων που αναζητεί τις σταθερές σχέσεις, τους νόμους που υπάρχουν μεταξύ των φαινομένων και γνωρίζοντάς τους ο άνθρωπος, μπορεί να προβλέψει και να αναλάβει δράση. Προϋπόθεση όμως για την επίτευξη της κοινωνικής αλληλεγγύης είναι η συναίνεση των μελών και για αυτό το λόγο η κοινωνία πρέπει να εξετάζεται στο σύνολό της, ως ενιαίο και συμπαγές σύνολο και όχι στις επιμέρους εκφάνσεις της. Από την πλευρά της επιστήμης, η έμφαση πρέπει να δίνεται στη μελέτη της κοινωνικής συνοχής με τελικό σκοπό την ισχυροποίηση κι όχι τη διάσπασή της. Ο Κοντ, δηλαδή, μίλησε γα την κοινωνική δυναμική που αναπτύσσεται μέσα στα αστικοκαπιταλιστικά πλαίσια της εποχής του και τόνιζε την ανάγκη της σταθεροποίησης του συστήματος. Το δημοκρατικό έθνος εσωκλείει όλους τους πολίτες διασφαλίζοντας την ίση συμμετοχή τους στην πολιτική ζωή και αποκλείει τους άλλους από την κοινότητα των πολιτών. Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Φέρνιναντ Ταίνις (1856-1936) υποστηρίζει ότι η «κοινότητα» και η «κοινωνία» ή «ένωση» δεν είναι όροι συλλογικής ζωής, αλλά είδη σχέσεων, δηλαδή κοινωνικών δεσμών. Χρησιμοποιεί τους όρους «Gemeinschaft» και «Gesellschaft» για να αποδώσει ένα διπλό περιεχόμενο: το σύνολο προσώπων και το είδος του κοινωνικού δεσμού. Δύο είναι τα χαρακτηριστικά που χρησιμοποιεί ο Ταίνις στον ορισμό της κοινότητας και της ένωσης. Πρώτον, στις κοινότητες, τα άτομα συμμετέχουν με ολόκληρη την προσωπικότητά τους και μπορούν να ικανοποιήσουν μέσα στην ομάδα όλους ή τους περισσότερους από ένα πλήθος σκοπών, ενώ στις ενώσεις τα άτομα δεν συμμετέχουν ολοκληρωτικά, αλλά επιδιώκουν την πραγματοποίηση συγκεκριμένων και επιμέρους σκοπών. Δεύτερον, την κοινότητα τη συνέχει μια συμφωνία αισθημάτων ή συναισθημάτων μεταξύ των μελών της, ενώ την ένωση τη συνέχει μια λογική συμφωνία συμφερόντων. Ο κοινοτικός δεσμός στηρίζει τις παραδοσιακές κοινωνίες και τις δομές τους, οι οποίες με τη σειρά τους στηρίζονται στην παραγωγή των μέσων επιβίωσης. Ο Εμίλ Ντυρκάιμ (1858- 1917) τοποθετείται απέναντι στον κοινωνικό δεσμό στο έργο του «Ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας» (1893) όπου η μηχανική αλληλεγγύη στηρίζεται στην ομοιομορφία και στην οποία παύει να υφίσταται η ατομικότητα και υπερισχύει η συλλογική συνείδηση, ενώ η οργανική αλληλεγγύη έχει άμεση σχέση με τον καταμερισμό εργασίας. Στα πλαίσια αυτά, εμφανίζεται η προσωπική δραστηριότητα, η οποία τροφοδοτεί την κοινωνία και αποτελεί τη βάση για την εύρυθμη λειτουργία της. Όσο περισσότερο διευρυμένο εμφανίζεται το πεδίο της ατομικής συνείδησης τόσο ισχυρότερη γίνεται η κοινωνική συνοχή. Η κοινωνική συνοχή αναφέρεται στη σύνδεση και τη συναρμογή των επιμέρους ατόμων αλλά και των επιμέρους στοιχείων της κοινωνίας σε ένα ισχυρό ενιαίο σύνολο. Θεμελιώνεται στη συλλογική ταυτότητα και τον κοινωνικό δεσμό κι εκδηλώνεται μέσα από ενοποιητικές κοινωνικές λειτουργίες, από τη συνείδηση της ζωής του «εγώ» με τον «άλλο» και από την ταύτιση των ατόμων με άλλα άτομα ή ομάδες. Η χαλάρωση του κοινωνικού δεσμού ξεκινά από ένα συλλογικό πρόβλημα, το οποίο ανάγεται σε πρόβλημα κοινωνικής συνοχής και την απειλεί. Έτσι ξεκινά η σχέση κοινωνικού δεσμού και κοινωνικού αποκλεισμού με την έννοια της διάρρηξης και της χαλάρωσης της κοινωνικής συνοχής. Συνάδει δε και με την αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας, η οποία με τη σειρά της στηρίζεται στην αλληλεξάρτηση. Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Μ. Βέμπερ (1864- 1920), ο δημιουργός της θεωρίας της κοινωνικής δράσης, της αξιολογικής ουδετερότητας και του ιδεότυπου, χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο κοινωνικός αποκλεισμός ως «social closure» για να περιγράψει τη δράση των κοινωνικών ομάδων που μεγιστοποιούν τα δικά τους οφέλη περιορίζοντας την πρόσβαση στις αμοιβές μόνο στα μέλη τους και με τον τρόπο αυτό αποκλείουν τους ξένους. Αναφορικά με το θέμα μόρφωσης και τις δεξιότητες, ο Βέμπερ υποστήριξε ότι μαζί με το κεφάλαιο διαμορφώνουν τις δυνατότητες στο χώρο της αγοράς. Ενώ οι ιδιοκτήτες αποτελούν τάξη, όπως είχε τονίσει και ο Μαρξ, οι ειδικευμένοι τεχνίτες που σπανίζουν και έχουν υψηλές αμοιβές αποτελούν κι αυτοί χωριστή τάξη. Έτσι ο Βέμπερ διέκρινε τέσσερις τάξεις: την τάξη αυτών που κατέχουν τα μέσα παραγωγής, την ιντελιγκέτσια, την τάξη αυτών που έχουν διευθυντικές και οικονομικές επιτηδειότητες (μικροαστοί, μικροεπιχειρηματίες, καταστηματάρχες και την εργατική τάξη. Η ταξική σύγκρουση συντελείται ανάμεσα σε ομάδες με συγκρουόμενα συμφέροντα, ενώ τόνισε τη διαφορά ανάμεσα στην τάξη και στην κάστα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αποχαιρετιστήρια ομιλία στους μαθητές της ΣΤ΄ τάξης

Οργανικός και Λειτουργικός Αναλφαβητισμός: Εννοιολογικοί προσδιορισμοί

Ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ για παιδιά στα σχολικά εγχειρίδια. Ερμηνευτική και διδακτική προσέγγιση στο ποίημα της ΣΤ΄ τάξης "Οι Χτίστες". Nazim Hikmet's poems for children in school textbooks. Interpretative and didactic approach in the sixth grade poem by "Builders"