Οι κλασικοί κοινωνιολόγοι για τον κοινωνικό αποκλεισμό - Classic sociologists on social exclusion


Συγγενής έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού είναι η κοινωνική ανισότητα (social inequality). Η διαφορά των δύο όρων μπορεί να εντοπιστεί στη λειτουργική χρησιμοποίηση του καθενός: Με την κοινωνική ανισότητα αποδίδεται περισσότερο μια παγιωμένη κοινωνική κατάσταση που προέρχεται από την ταξική διαίρεση της κοινωνίας και παραπέμπει στη χρήση των ανάλογων εργαλείων για την κατανόησή της. Έτσι, με την κοινωνική ανισότητα στις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, αποδίδεται η άνιση απολαβή του πλούτου, της κοινωνικής δύναμης, της δόξας και του γοήτρου, της μόρφωσης κλπ. Δεν ερμηνεύεται συνεπώς μια κατάσταση σε καθαρά ατομικά πλαίσια αλλά σε σχέση με την κοινωνική ένταξη του ατόμου, η οποία δημιουργεί και τις άνισες ευκαιρίες και τις δυνατότητες που έχουν τα άτομα αυτά, ως μέλη μιας συγκεκριμένης τάξης, στο να βελτιώσουν ή να χειροτερεύσουν την κοινωνική τους θέση. Αντίθετα, με τον όρο «κοινωνικός αποκλεισμός» συγκεκριμενοποιείται περισσότερο η δυσχερής θέση ενός ατόμου ή μιας συγκεκριμένης ομάδας του πληθυσμού (πολιτισμικής, οικονομικής) να έχει όχι μόνο την αναγνώριση του δικαιώματος αλλά και τις προϋποθέσεις, ως προς την επίτευξη του σκοπού της αναγνώρισης, στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που διατίθενται για όλα τα μέλη της κοινωνίας και η οποία θέση παρεμποδίζεται από μια σειρά αποτρεπτικές συνθήκες που ορθώνονται απέναντι στα άτομα ή τις ομάδες αυτές. Μια άλλη διαφορά των δυο αυτών όρων προσδιορίζεται στην «προϊστορία» τους. Σαφώς, ο όρος «κοινωνική ανισότητα» έχει χρησιμοποιηθεί περισσότερο, τόσο ως ειδική επιστημονική ορολογία, όσο και στην καθημερινή γλώσσα. Αντίθετα, ο όρος «κοινωνικός αποκλεισμός», όπως σημειώθηκε και πιο πριν, συναντάται περισσότερο στην επιστημονική ορολογία και δεν έχει κατορθώσει ακόμη να περάσει στον καθημερινό λόγο. Αυτό, ως ένα σημείο, είναι φυσικό γιατί με την κοινωνική ανισότητα περιγράφεται η ακριβώς αντίθετη κατάσταση, από αυτήν της κοινωνικής ισότητας, η οποία αποτελεί την ουτοπία του κάθε κοινωνικού συστήματος. Έτσι, με την κοινωνική ανισότητα περιγράφονται οι δυσλειτουργίες, αντινομίες της υπάρχουσας κοινωνικής πραγματικότητας, έργο σαφώς ευκολότερο από ό,τι μπορεί να περιγραφεί με την κοινωνική ισότητα, η οποία έχει ως πεδίο αναφοράς γενικές ανθρωπιστικές αξίες. Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο, σχεδόν όλες οι πλευρές μιλούν για το στόχο της επίτευξης της ισότητας ή τη δραστική μείωση της ανισότητας. Ο στόχος μάλιστα της μείωσης της ανισότητας αποτελούσε βασική επιδίωξη όλων των σοσιαλδημοκρατικών και αριστερών κομμάτων και οι όποιες διαφορετικές ερμηνείες που παρατηρούνταν, αναφέρονταν σχετικά με την επίτευξή της ως προς τα μέσα, το χρόνο και το πολιτικό σύστημα που θα την εφάρμοζε. Μόνο οι ακραίες νεοφιλελεύθερες θεωρίες υποστήριζαν τη θέση ότι η ανισότητα λειτουργεί προωθητικά για την κοινωνία διότι εξασφαλίζει τη λειτουργικότητα. Η συζήτηση για την κοινωνική ανισότητα τέθηκε με ιδιαίτερη οξύτητα τη τελευταία εικοσαετία σχετικά με το περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης. Το στοιχείο και μόνο ότι οι 200 πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο διπλασίασαν την περιουσία τους μέσα σε 5 μόλις χρόνια, από το 1994 στο 1999 και το 2000 η περιουσία τους ξεπερνά το 1 τρις δολάρια, όταν το συνολικό ετήσιο εισόδημα 582 εκατομμυρίων ανθρώπων στο Νότο φθάνει μόνο στο 10% περίπου του ποσού αυτού (146 δις δολάρια) (βλ. U.N. Human Development Report, 2000). Παράλληλα με τους νεοφιλελεύθερους, στο χώρο της εκπαίδευσης οι φονξιοναλιστές επεξηγούσαν το φαινόμενο της κοινωνικής ανισότητας σχετικά με το ρόλο που παίζει το σχολείο στη νομιμοποίηση της ανισότητας που για την εκπαίδευση πρέπει μέσα σε ένα καθεστώς αξιοκρατίας να προετοιμάζει τον κοινωνικό καταμερισμό. Η κοινωνική ανισότητα στη φονξιοναλιστική κοινωνιολογία της εκπαίδευσης υποστηρίζει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα των βιομηχανικών κρατών είναι και πρέπει να είναι μέσο κοινωνικής κινητικότητας καθώς λειτουργεί μέσα σε ένα περιβάλλον που η τεχνολογική εξέλιξη αυξάνει τη ζήτηση ειδικευμένης εργασίας, ειδίκευση που πρέπει να γίνεται στο σχολείο. Συνεπώς το ζήτημα δεν είναι να εξαλειφθεί η προϋπάρχουσα κοινωνική ανισότητα αλλά να παίρνονται συνεχώς μεταρρυθμιστικά μέτρα για τη συνεχή μείωσή της, ώστε να μη χάνονται από την κοινωνία τα «αποθέματα ταλέντων» και άρα η βελτίωση της αποδοτικότητας των εργαζομένων. (βλ. PARSONS TALCOTT Η σχολική τάξη ως κοινωνικό σύστημα: μερικές από τις λειτουργίες της στην αμερικάνικη κοινωνία, στο Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, ΦΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ Α., εκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ, σελ. 249). Σε αυτό αξίζει να σημειώσουμε τη θέση, ότι δεν πρέπει να μας απασχολεί το πόσο πλούσιοι γίνονται μερικοί στην κορυφή, αρκεί να υπάρχει κοινωνική κινητικότητα με βάση την αξιοκρατία. HUTTON WILL, Observer, 20-5-2001. Βλ. επίσης και PARSONS TALCOTT, Η σχολική τάξη ως κοινωνικό σύστημα: μερικές από τις λειτουργίες της στην αμερικάνικη κοινωνία, στο Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, ΦΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ Α., εκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ, σελ. 249. Στη βάση των παραπάνω παρατηρήσεων γίνεται κατανοητό ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός, μπορεί να εκληφθεί ως μια προσπάθεια ερμηνείας μερών της κοινωνικής πραγματικότητας που μέχρι τώρα καλύπτονταν από τον όρο κοινωνική ανισότητα. Θα μπορούσε γενικά να σημειωθεί ότι εμφανίζεται ή αιτιολογείται ως συνέπεια της κρίσης στα θεμέλια μιας κοινωνίας και η οποία επιφέρει την εξασθένιση των κοινωνικών δεσμών. Συνεπώς, το ζήτημα του κοινωνικού αποκλεισμού θα μπορούσε να αναζητηθεί, ως ερώτημα, στους κλασικούς κοινωνιολόγους σχετιζόμενο με το πώς οι κοινωνικοί δεσμοί ανασκευάζονται μέσα στις καπιταλιστικές ανταγωνιστικές κοινωνίες ως προς την επίτευξη της κοινωνικής αλληλεγγύης ( social solidarity) και της κοινωνικής συνοχής (social cohesion). Στην πρώτη περίπτωση αναζητούνται οι αμοιβαίες σχέσεις και οι δεσμοί που αναπτύσσονται ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα άτομα ή μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας και αναγνωρίζονται αμοιβαία τα δικαιώματά τους. Στη δεύτερη περίπτωση αναζητούνται οι ενοποιητικές κοινωνικές λειτουργίες από τη συνείδηση του «ΕΓΩ» με τον «ΑΛΛΟ» και από την ταύτιση των ατόμων με άλλα άτομα. Ως προς αυτά θα σημειώναμε τα εξής: Για τον Αύγουστο Κοντ (1798- 1857), που διατύπωσε το νόμο των τριών σταδίων (θεολογικό, μεταφυσικής ερμηνείας κι επιστημονικής- θετικής εξήγησης), η επιστήμη είναι μια επιστήμη παρατηρήσεων που αναζητεί τις σταθερές σχέσεις, τους νόμους που υπάρχουν μεταξύ των φαινομένων και γνωρίζοντάς τους ο άνθρωπος, μπορεί να προβλέψει και να αναλάβει δράση. «Έτσι, η συνεχής κατανομή των διαφόρων προσπαθειών είναι εκείνο που συνθέτει ιδιαίτερα την κοινωνική αλληλεγγύη και που γίνεται η βασική αιτία της διεύρυνσης και της αύξουσας πολυπλοκότητας του κοινωνικού οργανισμού». Απόσπασμα από τα «Μαθήματα θετικής Φιλοσοφίας», αναφέρεται στον Τσαούση Γ.Δ., Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ, σελ. 112.Προϋπόθεση όμως για την επίτευξη της κοινωνικής αλληλεγγύης είναι η συναίνεση των μελών και για αυτό το λόγο η κοινωνία πρέπει να εξετάζεται στο σύνολό της, ως ενιαίο και συμπαγές σύνολο και όχι στις επιμέρους εκφάνσεις της. Από την πλευρά της επιστήμης, η έμφαση πρέπει να δίνεται στη μελέτη της κοινωνικής συνοχής με τελικό σκοπό την ισχυροποίηση κι όχι τη διάσπασή της. ΤΣΑΟΥΣΗ Γ. Δ., Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ, GUTENBERG, σ. 55 Ο Κοντ, δηλαδή, μίλησε γα την κοινωνική δυναμική που αναπτύσσεται μέσα στα αστικοκαπιταλιστικά πλαίσια της εποχής του και τόνιζε την ανάγκη της σταθεροποίησης του συστήματος. Ο Κοντ είναι ο εκφραστής βαθύτατων ανησυχιών για τη διαπιστωμένη κρίση ολόκληρης της ευρωπαϊκής κοινωνίας της εποχής του και η οποία μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με την καθοριστική κι εξουσιαστική «ρύθμιση» εκ των άνω, δηλαδή μέσω ενός ισχυρού κράτους- εξισορροπιστή και διαιτητή, (βλ. ΦΙΛΙΑΣ Β., ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ, τ. Α΄, GUTENBERG, σελ. 15). Πίστευε δε, ότι οι ανταγωνιστικές κοινωνίες αν αφεθούν ανεξέλεγκτες, οδηγούν στη διαφθορά του κοινωνικού ατόμου και κλονίζουν και υποσκάπτουν την κοινωνία (όπ. π. σελ. 17). Το δημοκρατικό έθνος εσωκλείει όλους τους πολίτες διασφαλίζοντας την ίση συμμετοχή τους στην πολιτική ζωή και αποκλείει τους άλλους από την κοινότητα των πολιτών. Για την έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού σε σχέση με τον Κοντ, ο Δ. Τσαούσης σημειώνει: «Ως έννοια, όπως φαίνεται να χρησιμοποιείται σήμερα στη θεωρία και στην πρακτική, ο κοινωνικός αποκλεισμός αναφέρεται σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Ένα επίπεδο, το πιο εμφανές, και θα έλεγα κοινωνικά το πιο ανώδυνο, είναι το οικονομικό: η παρεμπόδιση συμμετοχής στον κοινωνικό πλούτο. Ένα άλλο επίπεδο είναι το νομικό: η αποστέρηση της νομικής προστασίας και επομένως η αδυναμία ενεργοποίησης ενός δικαιώματος. Ένα τρίτο είναι το κοινωνικό: ο χαρακτηρισμός και η συνακόλουθη περιθωριοποίηση. Και στα τρία επίπεδα ο όρος εκφράζει δυο διαφορετικά πράγματα. Μια κατάσταση και μια διαδικασία. Έχει δηλαδή και μια δυναμική μορφή, για να θυμηθούμε τις αντίστοιχες διακρίσεις του Κοντ». Αναφέρεται από τον ΤΣΑΟΥΣΗ Δ., Πολιτισμός, Ελεύθερος χρόνος και κοινωνικός αποκλεισμός, στο Κοινωνικός Αποκλεισμός: Η Ελληνική Εμπειρία, ΚΕΜΚΟΠΟΠ, GUTENBERG, Αθήνα, 1998, σελ. 92. Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Φέρνιναντ Ταίνις (1856-1936) υποστηρίζει ότι η «κοινότητα» και η «κοινωνία» ή «ένωση» δεν είναι όροι συλλογικής ζωής, αλλά είδη σχέσεων, δηλαδή κοινωνικών δεσμών. Χρησιμοποιεί τους όρους «Gemeinschaft» και «Gesellschaft» για να αποδώσει ένα διπλό περιεχόμενο: το σύνολο προσώπων και το είδος του κοινωνικού δεσμού. «Είναι σαφής η αντιστοιχία των όρων αυτών με τους λατινικούς όρους «communio» και «societas», που και οι δυο αναφέρονται σε κοινότητα δικαιώματος μεταξύ προσώπων και, επομένως, σε μορφή που συνέχει ομάδες προσώπων». Αναφέρεται στον BOTTOMORE. B. T., ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ: κεντρικά προβλήματα και βασική βιβλιογραφία, β΄ έκδοση, σελ. 16. Δύο είναι τα χαρακτηριστικά που χρησιμοποιεί ο Ταίνις στον ορισμό της κοινότητας και της ένωσης. Πρώτον, στις κοινότητες, τα άτομα συμμετέχουν με ολόκληρη την προσωπικότητά τους και μπορούν να ικανοποιήσουν μέσα στην ομάδα όλους ή τους περισσότερους από ένα πλήθος σκοπών, ενώ στις ενώσεις τα άτομα δεν συμμετέχουν ολοκληρωτικά, αλλά επιδιώκουν την πραγματοποίηση συγκεκριμένων και επιμέρους σκοπών. Δεύτερον, την κοινότητα τη συνέχει μια συμφωνία αισθημάτων ή συναισθημάτων μεταξύ των μελών της, ενώ την ένωση τη συνέχει μια λογική συμφωνία συμφερόντων. Όπ. π. σελ. 136. Στο ίδιο αναφέρεται ότι ο Φ. Πάρκιν (1874- 1979) επαναεισάγει τον όρο κοινωνικός αποκλεισμός στη σύγχρονη ανάλυση της κοινωνικής τάξης και θεωρεί τον αποκλεισμό μια πλευρά της κατανομής ισχύος μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Ο Πάρκιν διακρίνει τη στρατηγική του αποκλεισμού με βάση την οποία ομάδες με προνομιακή πρόσβαση στις αμοιβές επιχειρούν να αποκλείσουν τους ξένους και να μεταβιβάσουν τα προνόμια στους όμοιούς τους και τη στρατηγική του σφετερισμού, με βάση την οποία οι ξένοι, συνήθως ομαδικά οργανωμένοι, προσπαθούν να αποκτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο από τις προσόδους Ο κοινοτικός δεσμός στηρίζει τις παραδοσιακές κοινωνίες και τις δομές τους, οι οποίες με τη σειρά τους στηρίζονται στην παραγωγή των μέσων επιβίωσης. Ο Εμίλ Ντυρκάιμ (1858- 1917) τοποθετείται απέναντι στον κοινωνικό δεσμό στο έργο του «Ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας» (1893) όπου η μηχανική αλληλεγγύη στηρίζεται στην ομοιομορφία και στην οποία παύει να υφίσταται η ατομικότητα και υπερισχύει η συλλογική συνείδηση, ενώ η οργανική αλληλεγγύη έχει άμεση σχέση με τον καταμερισμό εργασίας. Στα πλαίσια αυτά, εμφανίζεται η προσωπική δραστηριότητα, η οποία τροφοδοτεί την κοινωνία και αποτελεί τη βάση για την εύρυθμη λειτουργία της. Όσο περισσότερο διευρυμένο εμφανίζεται το πεδίο της ατομικής συνείδησης τόσο ισχυρότερη γίνεται η κοινωνική συνοχή. Η κοινωνική συνοχή αναφέρεται στη σύνδεση και τη συναρμογή των επιμέρους ατόμων αλλά και των επιμέρους στοιχείων της κοινωνίας σε ένα ισχυρό ενιαίο σύνολο. Θεμελιώνεται στη συλλογική ταυτότητα και τον κοινωνικό δεσμό κι εκδηλώνεται μέσα από ενοποιητικές κοινωνικές λειτουργίες, από τη συνείδηση της ζωής του «εγώ» με τον «άλλο» και από την ταύτιση των ατόμων με άλλα άτομα ή ομάδες. Η χαλάρωση του κοινωνικού δεσμού ξεκινά από ένα συλλογικό πρόβλημα, το οποίο ανάγεται σε πρόβλημα κοινωνικής συνοχής και την απειλεί. Έτσι ξεκινά η σχέση κοινωνικού δεσμού και κοινωνικού αποκλεισμού με την έννοια της διάρρηξης και της χαλάρωσης της κοινωνικής συνοχής. Συνάδει δε και με την αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας, η οποία με τη σειρά της στηρίζεται στην αλληλεξάρτηση. Αναφέρεται στους TIMASHEFF S.N.- THEODORSON A. G., ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ, εκδόσεις GUTENBERG, μετάφραση Δ. Γ. ΤΣΑΟΥΣΗΣ, Αθήνα, 1983, σελ. 188-191 Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Μ. Βέμπερ (1864- 1920), ο δημιουργός της θεωρίας της κοινωνικής δράσης, της αξιολογικής ουδετερότητας και του ιδεότυπου, χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο κοινωνικός αποκλεισμός ως «social closure» για να περιγράψει τη δράση των κοινωνικών ομάδων που μεγιστοποιούν τα δικά τους οφέλη περιορίζοντας την πρόσβαση στις αμοιβές μόνο στα μέλη τους και με τον τρόπο αυτό αποκλείουν τους ξένους. ABERCROMBIE N.,- HILL S.- TURNER S.B., ΛΕΞΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα, 1992, σελ. 204. Αναφορικά με το θέμα μόρφωσης και τις δεξιότητες, ο Βέμπερ υποστήριξε ότι μαζί με το κεφάλαιο διαμορφώνουν τις δυνατότητες στο χώρο της αγοράς. Ενώ οι ιδιοκτήτες αποτελούν τάξη, όπως είχε τονίσει και ο Μαρξ, οι ειδικευμένοι τεχνίτες που σπανίζουν και έχουν υψηλές αμοιβές αποτελούν κι αυτοί χωριστή τάξη. Έτσι ο Βέμπερ διέκρινε τέσσερις τάξεις: την τάξη αυτών που κατέχουν τα μέσα παραγωγής, την ιντελιγκέτσια, την τάξη αυτών που έχουν διευθυντικές και οικονομικές επιτηδειότητες (μικροαστοί, μικροεπιχειρηματίες, καταστηματάρχες και την εργατική τάξη. Η ταξική σύγκρουση συντελείται ανάμεσα σε ομάδες με συγκρουόμενα συμφέροντα, ενώ τόνισε τη διαφορά ανάμεσα στην τάξη και στην κάστα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αποχαιρετιστήρια ομιλία στους μαθητές της ΣΤ΄ τάξης

Οργανικός και Λειτουργικός Αναλφαβητισμός: Εννοιολογικοί προσδιορισμοί

Ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ για παιδιά στα σχολικά εγχειρίδια. Ερμηνευτική και διδακτική προσέγγιση στο ποίημα της ΣΤ΄ τάξης "Οι Χτίστες". Nazim Hikmet's poems for children in school textbooks. Interpretative and didactic approach in the sixth grade poem by "Builders"